παράσημον: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parasimon | |Transliteration C=parasimon | ||
|Beta Code=para/shmon | |Beta Code=para/shmon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[marginal]] [[mark]] or [[note]], παράσημα ποιεῖσθαι Arist.''SE''177b6.<br><span class="bld">II</span> [[distinguish]]ing [[mark]], in various senses: [[ensign]] of a [[ship]], <b class="b3">παρασήμῳ Διοσκούροις</b> with the Dioscuri as the [[sign]] or [[emblem]], Act.Ap.28.11, cf. Plu.2.162a; of a city, ib.399f; of patricians and plebeians, Id.''Cor.'' 20; <b class="b3">τὰ τῆς ἡγεμονίας παράσημα</b> Id.''Ant.''33; τὸ π. ὃ ἐπετίθεντο τῇ κεφαλῇ οἱ τῶν Περσῶν βασιλεῖς Ath. 12.514a, cf. ''PGnom.''194 (ii A. D.) <b class="b3">παράσημα στρατηγικά</b>, = Lat. [[insignia praetoria]], Plu.''Sull.''9; [[characteristic]] [[mark]], <b class="b3">τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος παράσημον</b>, i.e. its [[purple]] [[colour]], Eun. ''VS'' p.456 B.; <b class="b3">βασιλικὰ παράσημα</b> Id.''Hist.''p.239 D.; <b class="b3">τῷ π. τοῦ σχήματος</b> by the [[badge]] of his [[costume]], App.''BC''1.16; [[fig]]s are called <b class="b3">τὸ παράσημον τῶν Ἀθηνῶν</b>, Alex.117; <b class="b3">εἰ τὸ… λαλεῖν ἦν τοῦ φρονεῖν π.</b> Nicostr.Com.27; τὰ τοῦ πένθους παράσημα = '[[the trappings and the suits of woe]]', Plu.2.118b; τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει τάφος ''IG''12(1).150 (Rhodes); [[indication]], <b class="b3">ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι π.</b> Plu.''Caes.'' 29.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">παράσημα σωματικά</b> [[birthmark]]s, Ptol.''Tetr.''122, cf. Porph. ''Gaur.''5.2.<br><span class="bld">2</span> [[password]], Plu.2.598b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> marque <i>ou</i> signe | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> [[marque]] <i>ou</i> signe qu'on se passe de l'un à l'autre, <i>particul.</i> mot d'ordre;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> marque distinctive (armes d'un vaisseau, d'une ville ; insignes d'un magistrat ; signe extérieur d'un état de l'âme).<br />'''Étymologie:''' [[παράσημος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παράσημον -ου, τό [παρά, σῆμα] onderscheidend teken, kenmerk:. ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι παράσημα dat zijn de kentekens dat men geen Romein is Plut. Caes. 29.2; τῶν στρατηγικῶν παρασήμων ἐρήμους beroofd van hun onderscheidingstekenen als pretor Plut. Sull. 9.4. | |elnltext=παράσημον -ου, τό [[[παρά]], [[σῆμα]]] [[onderscheidend teken]], [[kenmerk]]:. ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι παράσημα dat zijn de kentekens dat men geen Romein is Plut. Caes. 29.2; τῶν στρατηγικῶν παρασήμων ἐρήμους beroofd van hun onderscheidingstekenen als pretor Plut. Sull. 9.4. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παράσημον:''' τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''παράσημον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[отметка сбоку]], [[пометка на полях]], [[значок]] (παράσημα ποιεῖσθαι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[отличительный знак]] (герб и т. п.) (πόλεως, τῆς [[νεώς]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[знак различия или достоинства]] (ἀρχῆς καὶ δυναστείας Plut.);<br /><b class="num">4</b> [[признак]] (τὰ τοῦ πένθους παράσημα Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παρά]]-σημον, ου, τό, [[σῆμα]]<br />a [[side]]-[[mark]]: a [[mark]] of [[distinction]], the [[ensign]] of a [[ship]], Lat. [[insigne]], NTest.: the [[badge]] of a [[soldier]], Plut. | |mdlsjtxt=[[παρά]]-σημον, ου, τό, [[σῆμα]]<br />a [[side]]-[[mark]]: a [[mark]] of [[distinction]], the [[ensign]] of a [[ship]], Lat. [[insigne]], NTest.: the [[badge]] of a [[soldier]], Plut. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=σημάδι διακριτικό). Ἀπό τό [[παρά]] + [[σῆμα]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[σημαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=τό [[símbolo]] de una divinidad ὅτι οἶδά σου τὰ σημεῖα καὶ τὰ παράσημα καὶ μορφὰς καὶ καθ' ὥραν τίς εἶ <b class="b3">porque conozco tus señales, símbolos y formas y quién eres en cada hora</b> P III 500 P III 537 P III 624 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:07, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A marginal mark or note, παράσημα ποιεῖσθαι Arist.SE177b6.
II distinguishing mark, in various senses: ensign of a ship, παρασήμῳ Διοσκούροις with the Dioscuri as the sign or emblem, Act.Ap.28.11, cf. Plu.2.162a; of a city, ib.399f; of patricians and plebeians, Id.Cor. 20; τὰ τῆς ἡγεμονίας παράσημα Id.Ant.33; τὸ π. ὃ ἐπετίθεντο τῇ κεφαλῇ οἱ τῶν Περσῶν βασιλεῖς Ath. 12.514a, cf. PGnom.194 (ii A. D.) παράσημα στρατηγικά, = Lat. insignia praetoria, Plu.Sull.9; characteristic mark, τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος παράσημον, i.e. its purple colour, Eun. VS p.456 B.; βασιλικὰ παράσημα Id.Hist.p.239 D.; τῷ π. τοῦ σχήματος by the badge of his costume, App.BC1.16; figs are called τὸ παράσημον τῶν Ἀθηνῶν, Alex.117; εἰ τὸ… λαλεῖν ἦν τοῦ φρονεῖν π. Nicostr.Com.27; τὰ τοῦ πένθους παράσημα = 'the trappings and the suits of woe', Plu.2.118b; τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει τάφος IG12(1).150 (Rhodes); indication, ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι π. Plu.Caes. 29.
b παράσημα σωματικά birthmarks, Ptol.Tetr.122, cf. Porph. Gaur.5.2.
2 password, Plu.2.598b.
German (Pape)
[Seite 497] τό, Zeichen, Abzeichen, Wappen, z. B. eines Schiffes, Plut., einer Stadt, sept. sap. conv. 18, πόλεως, neben σύμβολον, de Pyth. or. 12; vgl. Alexis bei Ath. XIV, 652 c; Zeichen eines Amtes od. einer Würde, τὰ τῆς ἡγεμονίας παράσημα, Plut. Anton. 33; Ath. XIV, 514 a u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 marque ou signe qu'on se passe de l'un à l'autre, particul. mot d'ordre;
2 en gén. marque distinctive (armes d'un vaisseau, d'une ville ; insignes d'un magistrat ; signe extérieur d'un état de l'âme).
Étymologie: παράσημος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράσημον -ου, τό [παρά, σῆμα] onderscheidend teken, kenmerk:. ταῦτα τοῦ μὴ Ῥωμαῖον εἶναι παράσημα dat zijn de kentekens dat men geen Romein is Plut. Caes. 29.2; τῶν στρατηγικῶν παρασήμων ἐρήμους beroofd van hun onderscheidingstekenen als pretor Plut. Sull. 9.4.
Russian (Dvoretsky)
παράσημον: τό
1 отметка сбоку, пометка на полях, значок (παράσημα ποιεῖσθαι Arst.);
2 отличительный знак (герб и т. п.) (πόλεως, τῆς νεώς Plut.);
3 знак различия или достоинства (ἀρχῆς καὶ δυναστείας Plut.);
4 признак (τὰ τοῦ πένθους παράσημα Plut.).
Spanish
Greek Monotonic
παράσημον: τό (σῆμα), σημείωση στο περιθώριο· διακριτική σημείωση στα πλάγια, τα διακριτικά ενός πλοίου, Λατ. insigne, σε Καινή Διαθήκη· διακριτικό γνώρισμα στρατιώτη, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παράσημον: τό, σημείωσις εἰς τὰ πλάγια, σημεῖον ἐν τῷ περιθωρίῳ, παράσημα ποιεῖσθαι Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγ. 20, 2. ΙΙ. σημεῖον διακρίσεως, σύμβολον πλοίου, Λατ. insigne, παρασήμῳ Διοσκούροις, ἔχον (τὸ πλοῖον) τοὺς Διοσκόρους ὡς σύμβολον, Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 11, Πλούτ. 2. 162Α· ἐπὶ πόλεως, ὁ αὐτ. 399F· τὸ διακριτικὸν σημεῖον, τὸ γνώρισμα στρατιώτου, ὁ αὐτ. ἐν Κοριολαν. 20· τὰ τῆς ἡγεμονίας π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 33, Ἀθήν. 514Α· χαρακτηριστικόν, διακριτικὸν σημεῖον, σύμβολον, τὸ βασιλικὸν τῆς ἐσθῆτος π., ὅ ἐστι τὸ πορφυροῦν αὐτῆς χρῶμα, Εὐνάπ. σ. 7 (Boiss.). τὸ π. φεύγουσαι, (ἐπὶ γυναικῶν), τὸ περιφανὲς, τὸ ὑπὸ πάντων παρατηρούμενον, Γαλην. 13. 339· ἐν τῷ π. τοῦ σχήματος, διὰ τῆς σπουδαιότητος αὐτοῦ, τοῦ ἐξωτερικοῦ του, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 16· οὕτω καλοῦνται αἱ ἰσχάδες τῆς Ἀττικῆς, τὸ π. τῶν Ἀθηνῶν Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2· καὶ ἔχομεν εἰ τὸ..λαλεῖν ἦν τοῦ φρονήματος π. Νικόστρ. ἐν Ἀδήλ. 1· ὡσαύτως, τὰ τοῦ πένθους π., τὰ κοσμήματα καὶ ὁ ἱματισμὸς τοῦ πένθους, Πλούτ. 2. 118Β· τέχνας μὲν παράσᾱμον ἔχει τάφος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 197. - Πρβλ. ἐπίσημον. 2) σύνθημα, Λατ. tessera, Πλούτ. 2. 598Β. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 13.
Middle Liddell
παρά-σημον, ου, τό, σῆμα
a side-mark: a mark of distinction, the ensign of a ship, Lat. insigne, NTest.: the badge of a soldier, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=σημάδι διακριτικό). Ἀπό τό παρά + σῆμα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα σημαίνω.
Léxico de magia
τό símbolo de una divinidad ὅτι οἶδά σου τὰ σημεῖα καὶ τὰ παράσημα καὶ μορφὰς καὶ καθ' ὥραν τίς εἶ porque conozco tus señales, símbolos y formas y quién eres en cada hora P III 500 P III 537 P III 624