Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεθοδικός: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=methodikos
|Transliteration C=methodikos
|Beta Code=meqodiko/s
|Beta Code=meqodiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">going to work by rule, methodical, systematic</b>, ἐπιστῆμαι <span class="bibl">Plb.10.47.12</span>; τὸ μ. τῆς τέχνης Phld.<span class="title">Rh.</span>1.23 S.: Comp., Id.<span class="title">Sign.</span>28. Adv. -κῶς <span class="bibl">Plb.5.98.10</span>; ἰατρὸς ἄνθρωπον ἀποκτείνει μ. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.19 S.: Comp. -ώτερον <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.141</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὰ μ</b>., a lost work of Arist., prob. on Logic, <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1356b19</span>, cf. D.H.<span class="title">Amm.</span>1.8; <b class="b3">αἱ μ. συντάξεις</b> ib.6. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">οἱ μ</b>. <b class="b2">'methodic'</b> physicians, opp. rationalists and empirics, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Sect.Intr.</span>6</span>; μ. αἵρεσις <span class="bibl">Id.<span class="title">Libr.Propr.</span>1</span>; μ. ἰατρός Id.10.140, <span class="title">Epigr.Gr.</span>306 (Smyrna). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> in Surgery, <b class="b3">μ. τρόποι</b> <b class="b2">first-aid</b> treatment, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.1.1</span>,<span class="bibl">3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">V</span> [[crafty]], Vett. Val.<span class="bibl">4.14</span>; <b class="b3">τὰ μ</b>. ib.<span class="bibl">16</span>.</span>
|Definition=μεθοδική, μεθοδικόν,<br><span class="bld">A</span> [[going to work by rule]], [[methodical]], [[systematic]], ἐπιστῆμαι Plb.10.47.12; τὸ μεθοδικὸν τῆς τέχνης Phld.''Rh.''1.23 S.: Comp., Id.''Sign.''28. Adv. [[μεθοδικῶς]] Plb.5.98.10; ἰατρὸς ἄνθρωπον ἀποκτείνει μ. Phld.''Rh.''1.19 S.: Comp. [[μεθοδικώτερον]] S.E.''M.''8.141.<br><span class="bld">II</span> [[τὰ μεθοδικά]], a lost work of [[Aristotle]], prob. on Logic, ''Rh.''1356b19, cf. D.H.''Amm.''1.8; [[αἱ μεθοδικαὶ συντάξεις]] ib.6.<br><span class="bld">III</span> [[οἱ μεθοδικοί]] '[[methodic]]' [[physician]]s, opp. [[rationalist]]s and [[empiric]]s, Gal.''Sect.Intr.''6; μεθοδικὴ [[αἵρεσις]] Id.''Libr.Propr.''1; μ. ἰατρός Id.10.140, ''Epigr.Gr.''306 (Smyrna).<br><span class="bld">IV</span> in Surgery, [[μεθοδικοὶ τρόποι]] [[first]]-[[aid]] [[treatment]], Heliod. ap. Orib.49.1.1,3.<br><span class="bld">V</span> [[crafty]], Vett. Val.4.14; τὰ μεθοδικά ib.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0113.png Seite 113]] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς [[τρόπος]], 11, 8, 2, μεθοδικὴ [[ἐμπειρία]], 1, 84, 6, [[ἐπιστήμη]], 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem [[ἐμπειρικός]] entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0113.png Seite 113]] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς [[τρόπος]], 11, 8, 2, μεθοδικὴ [[ἐμπειρία]], 1, 84, 6, [[ἐπιστήμη]], 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem [[ἐμπειρικός]] entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui poursuit une recherche avec méthode]], [[méthodique]].<br />'''Étymologie:''' [[μέθοδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεθοδικός:''' [[действующий по правилам]], [[методический]], [[целенаправленный]] ([[λόγος]], [[τρόπος]], [[ἐμπειρία]], [[ἐπιστήμη]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθοδικός''': -ή, -όν, ([[μέθοδος]]) ὁ ποιῶν τι κατὰ μέθοδον, [[συστηματικός]], Πολύβ. 10, 47, 12, κτλ. ΙΙ. τὰ μ., ἀπολεσθέν τι [[ἔργον]] τοῦ Ἀριστ., πιθανῶς ἀνῆκον εἰς τὴν Λογικήν, Ρητ. 1, 2, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 6 καὶ 8. ΙΙΙ. οἱ μ., ἐπιστήμονες ἰατροί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐμπειρικοὺς ἢ πρακτικούς, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. σ. 51, Γαλην. ΙΙ. 291Β, 303C· ἡ μεθοδικὴ [[αἵρεσις]], ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ [[σχολή]], Γαλην. Ι, 36Ε, ΙΙ, 235Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3283.
|lstext='''μεθοδικός''': -ή, -όν, ([[μέθοδος]]) ὁ ποιῶν τι κατὰ μέθοδον, [[συστηματικός]], Πολύβ. 10, 47, 12, κτλ. ΙΙ. τὰ μ., ἀπολεσθέν τι [[ἔργον]] τοῦ Ἀριστ., πιθανῶς ἀνῆκον εἰς τὴν Λογικήν, Ρητ. 1, 2, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 6 καὶ 8. ΙΙΙ. οἱ μ., ἐπιστήμονες ἰατροί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐμπειρικοὺς ἢ πρακτικούς, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. σ. 51, Γαλην. ΙΙ. 291Β, 303C· ἡ μεθοδικὴ [[αἵρεσις]], ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ [[σχολή]], Γαλην. Ι, 36Ε, ΙΙ, 235Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3283.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui poursuit une recherche avec méthode, méthodique.<br />'''Étymologie:''' [[μέθοδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεθοδικός]], -ή, -όν) [[μέθοδος]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο [[συστηματικός]] («[[μεθοδικός]] [[ερευνητής]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με [[σύστημα]] («μεθοδική [[εργασία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ μεθοδικόν</i><br />η [[μεθοδικότητα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>Μεθοδικά</i><br />[[τίτλος]] ρητορικού συγγράμματος του Αριστοτέλη που δεν έχει διασωθεί και το οποίο [[πιθανώς]] πραγματευόταν θέματα λογικής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μεθοδικοὶ ἰατροί» — οπαδοί της μεθοδικής αιρέσεως<br />β) «μεθοδικὴ [[αἵρεσις]]» — αρχαία επιστημονική ιατρική [[σχολή]] η οποία έθεσε τα [[πρώτα]] θεμέλια της στερεοπαθολογίας και αντιτάχθηκε στις υγρολογικές χυμοπαθολογικές θεωρίες του Ιπποκράτη<br />γ) «μεθοδικοί τρόποι» — οι πρώτες βοήθειες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεθοδικώς</i> και -<i>ά</i> (Α [[μεθοδικῶς]])<br />με μεθοδικό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεθοδικός]], -ή, -όν) [[μέθοδος]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο [[συστηματικός]] («[[μεθοδικός]] [[ερευνητής]]»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με [[σύστημα]] («μεθοδική [[εργασία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πανούργος]], [[δόλιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> α) <i>τὸ μεθοδικόν</i><br />η [[μεθοδικότητα]]<br />β) <b>στον πληθ.</b> <i>Μεθοδικά</i><br />[[τίτλος]] ρητορικού συγγράμματος του Αριστοτέλη που δεν έχει διασωθεί και το οποίο [[πιθανώς]] πραγματευόταν θέματα λογικής<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «μεθοδικοὶ ἰατροί» — οπαδοί της μεθοδικής αιρέσεως<br />β) «μεθοδικὴ [[αἵρεσις]]» — αρχαία επιστημονική ιατρική [[σχολή]] η οποία έθεσε τα [[πρώτα]] θεμέλια της στερεοπαθολογίας και αντιτάχθηκε στις υγρολογικές χυμοπαθολογικές θεωρίες του Ιπποκράτη<br />γ) «μεθοδικοί τρόποι» — οι πρώτες βοήθειες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεθοδικώς</i> και -<i>ά</i> (Α [[μεθοδικῶς]])<br />με μεθοδικό τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''μεθοδικός:''' действующий по правилам, методический, целенаправленный ([[λόγος]], [[τρόπος]], [[ἐμπειρία]], [[ἐπιστήμη]] Polyb.).
}}
}}

Latest revision as of 10:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθοδικός Medium diacritics: μεθοδικός Low diacritics: μεθοδικός Capitals: ΜΕΘΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: methodikós Transliteration B: methodikos Transliteration C: methodikos Beta Code: meqodiko/s

English (LSJ)

μεθοδική, μεθοδικόν,
A going to work by rule, methodical, systematic, ἐπιστῆμαι Plb.10.47.12; τὸ μεθοδικὸν τῆς τέχνης Phld.Rh.1.23 S.: Comp., Id.Sign.28. Adv. μεθοδικῶς Plb.5.98.10; ἰατρὸς ἄνθρωπον ἀποκτείνει μ. Phld.Rh.1.19 S.: Comp. μεθοδικώτερον S.E.M.8.141.
II τὰ μεθοδικά, a lost work of Aristotle, prob. on Logic, Rh.1356b19, cf. D.H.Amm.1.8; αἱ μεθοδικαὶ συντάξεις ib.6.
III οἱ μεθοδικοί 'methodic' physicians, opp. rationalists and empirics, Gal.Sect.Intr.6; μεθοδικὴ αἵρεσις Id.Libr.Propr.1; μ. ἰατρός Id.10.140, Epigr.Gr.306 (Smyrna).
IV in Surgery, μεθοδικοὶ τρόποι first-aid treatment, Heliod. ap. Orib.49.1.1,3.
V crafty, Vett. Val.4.14; τὰ μεθοδικά ib.16.

German (Pape)

[Seite 113] ή, όν, methodisch, nach Regeln, kunstgemäß behandelnd, untersuchend, μεθοδικὸν καὶ ἑστῶτα λόγον vrbdt Pol. 9, 12, 6; μεθοδικὸς τρόπος, 11, 8, 2, μεθοδικὴ ἐμπειρία, 1, 84, 6, ἐπιστήμη, 10, 47, 12; adv., μεθοδικῶς χειρί. ζειν, 9, 2, 5, Sp.; οἱ μεθοδικοί, die methodisch, wissenschaftlich verfahren, ἰατροί, dem ἐμπειρικός entgeggstzt, Galen.; ἡ μεθοδική, die Methodik, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui poursuit une recherche avec méthode, méthodique.
Étymologie: μέθοδος.

Russian (Dvoretsky)

μεθοδικός: действующий по правилам, методический, целенаправленный (λόγος, τρόπος, ἐμπειρία, ἐπιστήμη Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μεθοδικός: -ή, -όν, (μέθοδος) ὁ ποιῶν τι κατὰ μέθοδον, συστηματικός, Πολύβ. 10, 47, 12, κτλ. ΙΙ. τὰ μ., ἀπολεσθέν τι ἔργον τοῦ Ἀριστ., πιθανῶς ἀνῆκον εἰς τὴν Λογικήν, Ρητ. 1, 2, 10, πρβλ. Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 6 καὶ 8. ΙΙΙ. οἱ μ., ἐπιστήμονες ἰατροί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐμπειρικοὺς ἢ πρακτικούς, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. σ. 51, Γαλην. ΙΙ. 291Β, 303C· ἡ μεθοδικὴ αἵρεσις, ἡ ἐπιστημονικὴ ἰατρικὴ σχολή, Γαλην. Ι, 36Ε, ΙΙ, 235Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3283.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μεθοδικός, -ή, -όν) μέθοδος
αυτός που κάνει κάτι με μέθοδο, αυτός που εργάζεται ή ενεργεί με μέθοδο, ο συστηματικόςμεθοδικός ερευνητής»)
νεοελλ.-μσν.
(για πράγματα) αυτός που γίνεται με μέθοδο, με σύστημα («μεθοδική εργασία»)
αρχ.
1. πανούργος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ μεθοδικόν
η μεθοδικότητα
β) στον πληθ. Μεθοδικά
τίτλος ρητορικού συγγράμματος του Αριστοτέλη που δεν έχει διασωθεί και το οποίο πιθανώς πραγματευόταν θέματα λογικής
3. φρ. α) «μεθοδικοὶ ἰατροί» — οπαδοί της μεθοδικής αιρέσεως
β) «μεθοδικὴ αἵρεσις» — αρχαία επιστημονική ιατρική σχολή η οποία έθεσε τα πρώτα θεμέλια της στερεοπαθολογίας και αντιτάχθηκε στις υγρολογικές χυμοπαθολογικές θεωρίες του Ιπποκράτη
γ) «μεθοδικοί τρόποι» — οι πρώτες βοήθειες.
επίρρ...
μεθοδικώς και -άμεθοδικῶς)
με μεθοδικό τρόπο.