Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τριέτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trietis
|Transliteration C=trietis
|Beta Code=trie/ths
|Beta Code=trie/ths
|Definition=ες, or [[τριετής]], ές, ([[ἔτος]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[three years]], τριέτεα χρόνον <span class="bibl">Hdt.1.199</span>; τ. φορά <span class="title">IG</span>42(1).121.9 (Epid., iv B. C.); πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος <span class="bibl">Theoc.29.17</span>, cf. <span class="title">BCH</span>48.518 (Palestine); τ. προθεσμία <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>954d</span> (in <span class="bibl">793d</span> <b class="b3">τρι' ἔτη</b> is restored by Bekker): [[τρίετες]] as adverb, [[for three years]], <span class="bibl">Od.2.106</span>, <span class="bibl">13.377</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[three years old]], ἵππος <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>545b13</span>; παιδίον <span class="bibl">Artem. 4.39</span>: [[τρίετες]], τό, the [[age]] of [[three]] [[year]]s, ἀπὸ τριέτους μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>794a</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>545b3</span>:—fem. [[τριέτις]], <span class="title">Supp.Epigr.</span>6.125 (Cotiaeum). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[recurring every three years]], [[κῶμος]] <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>53.5</span>.</span>
|Definition=τριέτες, or [[τριετής]], ές, ([[ἔτος]])<br><span class="bld">A</span> of or for [[three years]], τριέτεα χρόνον Hdt.1.199; τ. φορά ''IG''42(1).121.9 (Epid., iv B. C.); πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17, cf. ''BCH''48.518 (Palestine); τ. προθεσμία Pl.''Lg.''954d (in 793d <b class="b3">τρι' ἔτη</b> is restored by Bekker): [[τρίετες]] as adverb, [[for three years]], Od.2.106, 13.377.<br><span class="bld">2</span> [[three years old]], ἵππος Arist.''HA''545b13; παιδίον Artem. 4.39: [[τρίετες]], τό, the [[age]] of [[three]] [[year]]s, ἀπὸ τριέτους μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Pl.''Lg.''794a, cf. Arist.''HA''545b3:—fem. [[τριέτις]], ''Supp.Epigr.''6.125 (Cotiaeum).<br><span class="bld">II</span> [[recurring every three years]], [[κῶμος]] Orph.''H.''53.5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐέτης Medium diacritics: τριέτης Low diacritics: τριέτης Capitals: ΤΡΙΕΤΗΣ
Transliteration A: triétēs Transliteration B: trietēs Transliteration C: trietis Beta Code: trie/ths

English (LSJ)

τριέτες, or τριετής, ές, (ἔτος)
A of or for three years, τριέτεα χρόνον Hdt.1.199; τ. φορά IG42(1).121.9 (Epid., iv B. C.); πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17, cf. BCH48.518 (Palestine); τ. προθεσμία Pl.Lg.954d (in 793d τρι' ἔτη is restored by Bekker): τρίετες as adverb, for three years, Od.2.106, 13.377.
2 three years old, ἵππος Arist.HA545b13; παιδίον Artem. 4.39: τρίετες, τό, the age of three years, ἀπὸ τριέτους μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Pl.Lg.794a, cf. Arist.HA545b3:—fem. τριέτις, Supp.Epigr.6.125 (Cotiaeum).
II recurring every three years, κῶμος Orph.H.53.5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui dure trois ans ou depuis trois ans ; adv. • τρίετες pendant trois ans, depuis trois ans.
Étymologie: τρεῖς, ἔτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριέτης -ες [τρι -, ἔτος] drie jaar durend. drie jaar oud.

Russian (Dvoretsky)

τριέτης: и τρι-ετής 2 трехлетний (χρόνος Her.); трехгодовалый (ἵππος Arst.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α
1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών
2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών
3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος
νεοελλ.
φρ. «τριετές σύστημα»
(γεωπ.) η επανάληψη της καλλιέργειας ενός φυτού κάθε τρίτο έτος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριετές
η ηλικία τών τριών ετών
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τριετές
επί τρία έτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ετής (<ἔτος), πρβλ. διετής].

Greek Monotonic

τριέτης: -ου ή τρι-ετής, -ές, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία τριων ετών, σε Ηρόδ., Θεόκρ.· ουδ. τριέτες ως επίρρ., για τρία χρόνια, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

τριέτης: -ες, ἢ τριετής, ές, ὁ, ὁ τριῶν ἐτῶν, χρόνον τριέτεα Ἡρόδ. 1. 199· πλέον ἢ τρ. ἐγένευ φίλος Θεόκρ. 29. 17· τρ. προθεσμία Πλάτ. Νόμ. 954D (αὐτόθι 793D, τρί’ ἔτη διορθοῦται)· - τρίετες ὡς ἐπίρρ., ἐπὶ τρία ἔτη, Ὀδ. Β. 106, Ν. 377. 2) ὁ ἔχων ἡλικίαν τριῶν ἐτῶν, ἵππος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 16· τριετές, τό, ἡ ἡλικία τῶν τριῶν ἐτῶν, ἀπὸ τριετοῦς μέχρι τῶν ἓξ ἐτῶν Πλάτ. Νόμ. 794Α, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12. ΙΙ. κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 5.

Middle Liddell

τρι-έτης, ου, ἔτος
of or for three years, Hdt., Theocr.: netut. τριέτες as adv. for three years, Od.