μετεωρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteorismos
|Transliteration C=meteorismos
|Beta Code=metewrismo/s
|Beta Code=metewrismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μετεώρισις]] <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>9</span> (pl.); τῶν ποδῶν <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>711b23</span>; <b class="b3">τοῦ ὅλου σώματος</b> ib.<span class="bibl">713a23</span>; [[rising to the surface]], of roots, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.3.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">being raised up</b>: hence, [[swelling]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>50</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">μ. γνώμης</b> <b class="b2">mental trouble</b> or [[disturbance]], Id.<b class="b2">Acut. (Sp</b>.) <span class="bibl">14</span> (<b class="b3">γνώμης</b> is prob. interpol.), cf. <span class="bibl">Vett.Val.185.20</span> (pl.); <b class="b2">wild thinking, vain imagining</b>, Metrod.<span class="title">Herc.</span>831.4, 12 (pl.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[delay]], [[procrastination]], PMasp.32.55 (vi A.D.).</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[μετεώρισις]] ''1'', Hp.''Prog.''9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.''IA''711b23; <b class="b3">τοῦ ὅλου σώματος</b> ib.713a23; [[rising to the surface]], of roots, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.3.5.<br><span class="bld">II</span> [[being raised up]]: hence, [[swelling]], Hp.''Art.''50.<br><span class="bld">2</span> μετεωρισμός [[γνώμη]]ς = [[mental]] [[trouble]] or [[disturbance]], Id.Acut. (Sp.) 14 ([[γνώμης]] is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); [[wild]] [[thinking]], [[vain]] [[imagining]], Metrod.''Herc.''831.4, 12 (pl.).<br><span class="bld">3</span> [[delay]], [[procrastination]], PMasp.32.55 (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl. , Hippocr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0159.png Seite 159]] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωρισμός:''' ὁ Arst. = [[μετεώρισις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μετεωρισμός]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[μετεώριση]], [[ανύψωση]] («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διόγκωση]] του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην [[παρουσία]] μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο [[έντερο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αστεϊσμός]], [[πείραγμα]]<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]], [[χρονοτριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[εκδήλωση]] θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ [[θυμός]] σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> η [[άνοδος]] και η [[έξοδος]] της ρίζας φυτού στην [[επιφάνεια]] της γης.
|mltxt=ο (ΑΜ [[μετεωρισμός]]) [[μετεωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[μετεώριση]], [[ανύψωση]] («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οίδημα]], [[φούσκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[διόγκωση]] του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην [[παρουσία]] μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο [[έντερο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αστεϊσμός]], [[πείραγμα]]<br /><b>2.</b> [[συζήτηση]] για [[κάτι]] μη πραγματικό, [[φαντασίωση]]<br /><b>3.</b> [[αναβολή]], [[αργοπορία]], [[χρονοτριβή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έπαρση]], [[υπερηφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[εκδήλωση]] θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ [[θυμός]] σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> η [[άνοδος]] και η [[έξοδος]] της ρίζας φυτού στην [[επιφάνεια]] της γης.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεωρισμός:''' ὁ Arst. = [[μετεώρισις]].
}}
}}

Latest revision as of 10:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωρισμός Medium diacritics: μετεωρισμός Low diacritics: μετεωρισμός Capitals: ΜΕΤΕΩΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: meteōrismós Transliteration B: meteōrismos Transliteration C: meteorismos Beta Code: metewrismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A = μετεώρισις 1, Hp.Prog.9 (pl.); τῶν ποδῶν Arist.IA711b23; τοῦ ὅλου σώματος ib.713a23; rising to the surface, of roots, Thphr. CP 1.3.5.
II being raised up: hence, swelling, Hp.Art.50.
2 μετεωρισμός γνώμης = mental trouble or disturbance, Id.Acut. (Sp.) 14 (γνώμης is prob. interpol.), cf. Vett.Val.185.20 (pl.); wild thinking, vain imagining, Metrod.Herc.831.4, 12 (pl.).
3 delay, procrastination, PMasp.32.55 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 159] ὁ, Erhebung, u. übertr., Erhebung der Seele durch Hoffnung, Muth, Stolz u. vgl., Hippocr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

μετεωρισμός: ὁ Arst. = μετεώρισις.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρισμός: -οῦ, ὁ, τὸ μετεωρίζειν, τῶν ποδῶν Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 12, 10, πρβλ. 15, 9. ΙΙ. σήκωμα, ἐλαφρὸν ἐν τοῖς μ. Ἱππ. Προγν. 39· οἴδησις, φούσκωμα, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 818. 2) ἔπαρσις, φύσημα τῆς διανοίας, ὑπερηφανία, μ. γνώμης ὁ αὐτ. ἐν 398. 47· - ὡσαύτως μετεώρισμα, τό, Ἡσύχ. ἐν λέξ. φρύαγμα.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μετεωρισμός) μετεωρίζω
1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.)
2. οίδημα, φούσκωμα
νεοελλ.
ιατρ. διόγκωση του κοιλιακού χώρου που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου όγκου αερίων στον στόμαχο ή στο έντερο
μσν.
1. αστεϊσμός, πείραγμα
2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση
3. αναβολή, αργοπορία, χρονοτριβή
αρχ.
1. έπαρση, υπερηφάνεια
2. εκδήλωση θεϊκής οργής («ἐπ' ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμοὺς σου ἐπήγαγες ἐπ' ἐμέ», ΠΔ)
3. η άνοδος και η έξοδος της ρίζας φυτού στην επιφάνεια της γης.