ὀνομασία: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onomasia | |Transliteration C=onomasia | ||
|Beta Code=o)nomasi/a | |Beta Code=o)nomasi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[name]], Hippias 1 J.(pl.), [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 275d, Arist.''Top.''148b20, al., ''SIG''827v6 (pl., Delph., ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[nomination]] for [[office]], ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1642.3 (iii A.D.), 2130.12 (iii A.D.), Jul.''Mis.''368b (pl.).<br><span class="bld">II</span> [[expression]], [[language]], [[ἑρμηνεία]] [[διὰ]] τῆς ὀνομασίας = [[expression]] [[by means of]] [[language]], Arist. ''Po.''1450b14; διά τινος ὀνόματος ἢ ὀνομασίας ἀδιαφόρου [[κοινότητα]] Epicur.''Nat.''14.10, cf. Phld.''Rh.''1.208 S., ''Po.''2.37 (both pl.), [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25, ''Dem.''56; κανὼν ὀνομασίας Demetr.''Eloc.''91. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A name, Hippias 1 J.(pl.), Pl.Plt. 275d, Arist.Top.148b20, al., SIG827v6 (pl., Delph., ii A.D.).
2 nomination for office, POxy.1642.3 (iii A.D.), 2130.12 (iii A.D.), Jul.Mis.368b (pl.).
II expression, language, ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας = expression by means of language, Arist. Po.1450b14; διά τινος ὀνόματος ἢ ὀνομασίας ἀδιαφόρου κοινότητα Epicur.Nat.14.10, cf. Phld.Rh.1.208 S., Po.2.37 (both pl.), D.H.Comp.25, Dem.56; κανὼν ὀνομασίας Demetr.Eloc.91.
German (Pape)
[Seite 349] ἡ, = Folgdm; Plat. Polit. 275 d; Arist. top. 1, 3 u. Sp., wie Pol. 3, 87, 4; ἐπιφέρειν τινὶ ταύτην τὴν ὀνομασίαν, 17, 15, 1; D. Hal. u. A.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
désignation par un nom, appellation.
Étymologie: ὀνομάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰσία: ἡ (по)именование, обозначение, перечисление Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰσία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατιν. appellatio, ἡμᾶς ἔλαθε κατὰ τὴν ὀνομασίαν ἐκφυγὼν Πλάτ. Πολιτικ. 275D, Ἀριστ. Τοπ. 6. 10, 5, κ. ἀλλ.· λέξις διὰ τῆς ὀν., δι’ ὀνομάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 6. 26. ΙΙ. ἔκφρασις, τρόπος ἐκφράσεως, γλῶσσα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, π. Δημοσθ. 56.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀνομασία) ονομάζω
1. η ενέργεια του ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία
2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών»)
νεοελλ.
το αποτέλεσμα του ονομάζω, το όνομα
αρχ.
1. κατάταξη, ταξινόμηση
2. τρόπος έκφρασης, γλώσσα
3. υπόμνηση, μνεία.