μερικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merikos
|Transliteration C=merikos
|Beta Code=meriko/s
|Beta Code=meriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[partial]], ἔκλειψις <span class="bibl">Cleom.2.6</span>, al.; [[minutely subdivided]], <b class="b3">ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι</b>] <span class="bibl">Id.1.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[particular]], [[individual]], [[special]], Aristipp. ap. <span class="bibl">D.L.2.87</span>, Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>148c</span>, etc.; <b class="b3">μ. ψυχή, νοῦς</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>109</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>397</span>; μ. καὶ θνητὸν ζῷον <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 24p.474M.</span> Adv. -κῶς Gal.16.411, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, etc.; opp. [[καθολικῶς]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>123.1</span>: Comp. -ώτερον ib.<span class="bibl">138.9</span>.</span>
|Definition=μερική, μερικόν,<br><span class="bld">A</span> [[partial]], ἔκλειψις Cleom.2.6, al.; [[minutely subdivided]], <b class="b3">ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι]</b> Id.1.11.<br><span class="bld">II</span> [[particular]], [[individual]], [[special]], Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.''Herc.''1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), Porph.''Sent.''22, Jul.''Gal.''148c, etc.; <b class="b3">μ. ψυχή, νοῦς</b>, Procl.''Inst.''109, cf. Dam.''Pr.''397; μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl.''in CA'' 24p.474M. Adv. [[μερικῶς]] Gal.16.411, Porph.''Sent.''22, etc.; opp. [[καθολικῶς]], A.D.''Adv.''123.1: Comp. μερικώτερον ib.138.9.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῐκός Medium diacritics: μερικός Low diacritics: μερικός Capitals: ΜΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: merikós Transliteration B: merikos Transliteration C: merikos Beta Code: meriko/s

English (LSJ)

μερική, μερικόν,
A partial, ἔκλειψις Cleom.2.6, al.; minutely subdivided, ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι] Id.1.11.
II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal.148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst.109, cf. Dam.Pr.397; μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl.in CA 24p.474M. Adv. μερικῶς Gal.16.411, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: Comp. μερικώτερον ib.138.9.

German (Pape)

[Seite 134] zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

μερῐκός: частичный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

μερῐκός: -ή, -όν, ὁ εἰς μέρος ἀνήκων, κεχωρισμένος, ἰδιαίτερος, Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87. - Ἐπίρρ. μερικῶς Εὐστ. 48, 31, συγκρ. μερικώτερον Α. Β. 538. 27.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM) μερικός, -ή, -όν) μέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)
2. αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε αντιδιαστολή προς τον ολικό («μερική έκλειψη ηλίου»)
νεοελλ.
φρ. «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως δήλωση υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα
νεοελλ.-μσν.
1. περιορισμένος σε έκταση, ένταση ή διάρκεια
2. (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα μέτρα»)
β) λίγοι, λιγοστοί
μσν.
1. ορισμένος
2. λίγος
3. ιδιαίτερος, εξαιρετικός
4. αρκετός, κάμποσος
5. συνοπτικός (α. «μερικὴ διήγησις» β. «μερικὸν χρονικόν»)
6. προσωπικός, ατομικός (οφελος μερικόν»
7. μοναδικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ μερικόν
η επιμέρους εξέταση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο.
επίρρ...
μερικώς (ΑM μερικῶς, Μ και μερικά)
από μερική άποψη, εν μέρει, λίγο, μονομερώς
νεοελλ.
περιορισμένα, ανεπαρκώς
μσν.
1. ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα
2. λεπτομερώς.