προσοχή: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosochi
|Transliteration C=prosochi
|Beta Code=prosoxh/
|Beta Code=prosoxh/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">attention</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.41</span>, LXX <span class="title">Si.Prol.</span>13, <span class="title">BMus.Inscr.</span>888 (Halic., ii B.C.), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>27.78</span> (ii B.C.), <span class="bibl">D.H.6.85</span>, <span class="bibl">Hierocl. p.25</span> A., <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>33.6</span>, <span class="bibl">D.Chr.34.27</span>, Plu.2.514e, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Hist.Conscr.</span> 53</span>; π. νόμων <span class="bibl">LXX <span class="title">Wi.</span>6.18</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.474</span>; π. ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι <span class="bibl">Id.2.342</span>; <b class="b2">diligence</b>, Ath.Med. ap. Orib.inc.<span class="bibl">21.20</span>; <b class="b2">care</b>, Leonid. ap. <span class="bibl">Aët. 15.5</span>, <span class="bibl">Sor.2.86</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">soberness</b>, Suid. s.v. [[νηφαλισμός]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">putting to land</b>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>3.16</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[attention]], Chrysipp.Stoic.3.41, [[LXX]] ''Si.Prol.''13, ''BMus.Inscr.''888 (Halic., ii B.C.), ''PTeb.''27.78 (ii B.C.), D.H.6.85, Hierocl. p.25 A., Epict.''Ench.''33.6, D.Chr.34.27, Plu.2.514e, Luc.''Hist.Conscr.'' 53; π. νόμων [[LXX]] ''Wi.''6.18, cf. Ph.1.474; π. ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι Id.2.342; [[diligence]], Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20; [[care]], Leonid. ap. Aët. 15.5, Sor.2.86.<br><span class="bld">2</span> [[soberness]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[νηφαλισμός]].<br><span class="bld">II</span> [[putting to land]], Iamb.''VP''3.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] ἡ, das Daraufachten, die Aufmerksamkeit, (προσέχειν τὸν νοῦν); Strab. 2, 5, 1; Plut. de garrul. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0775.png Seite 775]] ἡ, das Daraufachten, die Aufmerksamkeit, (προσέχειν τὸν νοῦν); Strab. 2, 5, 1; Plut. de garrul. 23.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />[[action de s'appliquer à]], [[attention]].<br />'''Étymologie:''' [[προσέχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προσοχή -ῆς, ἡ [προσέχω] [[aandacht]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσοχή:''' ἡ [[внимательность]], [[внимание]] Plut., Luc.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προσέχω]]<br /><b>1.</b> η [[προσήλωση]] του νου σε [[κάτι]] («προσοχὴ ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] («μετέφερε όλες τις αποσκευές με [[προσοχή]]»)<br /><b>3.</b> [[πρόνοια]], [[προφύλαξη]] ή και [[επαγρύπνηση]] για την [[αποφυγή]] κάποιου ανεπιθύμητου πράγματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[επικέντρωση]] ή [[προσήλωση]] της συνείδησης σε ένα συγκεκριμένο [[αντικείμενο]], νοητό ή αισθητό, σε βαθμό που άλλα ερεθίσματα να μη μπορούν να τήν αποσπάσουν από αυτό<br /><b>2.</b> <b>η κλητ.</b> [[προσοχή]]!</i> α) (ως επιφών.) να είσαι [[προσεκτικός]], πρόσεχε!<br />β) (αθλ. -στρ.) [[παράγγελμα]] σε [[εκτέλεση]] του οποίου οι γυμναζόμενοι ή οι στρατιωτικοί διατηρούν το [[σώμα]] τους ακίνητο σε όρθια [[στάση]] με τα χέρια κολλημένα στο [[σώμα]] και τα πέλματα τών ποδιών ενωμένα στις φτέρνες<br /><b>αρχ.</b><br />η [[προσέγγιση]] πλοίου στην [[ξηρά]], [[προσόρμιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσοχή:''' ἡ ([[προσέχω]]), [[προσοχή]], σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσοχή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[προσοχή]], Διον. Ἁλ. 6. 85, Πλούτ. 2. 514Ε, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 53, κτλ. ΙΙ. [[προσόρμισις]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
|lstext='''προσοχή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[προσοχή]], Διον. Ἁλ. 6. 85, Πλούτ. 2. 514Ε, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 53, κτλ. ΙΙ. [[προσόρμισις]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=ῆς () :<br />action de s’appliquer à, attention.<br />'''Étymologie:''' [[προσέχω]].
|mdlsjtxt=[[προσοχή]], ἡ, [[προσέχω]]<br />[[attention]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοχή Medium diacritics: προσοχή Low diacritics: προσοχή Capitals: ΠΡΟΣΟΧΗ
Transliteration A: prosochḗ Transliteration B: prosochē Transliteration C: prosochi Beta Code: prosoxh/

English (LSJ)

ἡ,
A attention, Chrysipp.Stoic.3.41, LXX Si.Prol.13, BMus.Inscr.888 (Halic., ii B.C.), PTeb.27.78 (ii B.C.), D.H.6.85, Hierocl. p.25 A., Epict.Ench.33.6, D.Chr.34.27, Plu.2.514e, Luc.Hist.Conscr. 53; π. νόμων LXX Wi.6.18, cf. Ph.1.474; π. ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι Id.2.342; diligence, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20; care, Leonid. ap. Aët. 15.5, Sor.2.86.
2 soberness, Suid. s.v. νηφαλισμός.
II putting to land, Iamb.VP3.16.

German (Pape)

[Seite 775] ἡ, das Daraufachten, die Aufmerksamkeit, (προσέχειν τὸν νοῦν); Strab. 2, 5, 1; Plut. de garrul. 23.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de s'appliquer à, attention.
Étymologie: προσέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσοχή -ῆς, ἡ [προσέχω] aandacht.

Russian (Dvoretsky)

προσοχή:внимательность, внимание Plut., Luc.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσέχω
1. η προσήλωση του νου σε κάτι («προσοχὴ ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι», Διον. Αλ.)
2. φροντίδα, επιμέλεια («μετέφερε όλες τις αποσκευές με προσοχή»)
3. πρόνοια, προφύλαξη ή και επαγρύπνηση για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου πράγματος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) επικέντρωση ή προσήλωση της συνείδησης σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, νοητό ή αισθητό, σε βαθμό που άλλα ερεθίσματα να μη μπορούν να τήν αποσπάσουν από αυτό
2. η κλητ. προσοχή! α) (ως επιφών.) να είσαι προσεκτικός, πρόσεχε!
β) (αθλ. -στρ.) παράγγελμα σε εκτέλεση του οποίου οι γυμναζόμενοι ή οι στρατιωτικοί διατηρούν το σώμα τους ακίνητο σε όρθια στάση με τα χέρια κολλημένα στο σώμα και τα πέλματα τών ποδιών ενωμένα στις φτέρνες
αρχ.
η προσέγγιση πλοίου στην ξηρά, προσόρμιση.

Greek Monotonic

προσοχή: ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προσοχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, προσοχή, Διον. Ἁλ. 6. 85, Πλούτ. 2. 514Ε, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 53, κτλ. ΙΙ. προσόρμισις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.

Middle Liddell

προσοχή, ἡ, προσέχω
attention, Luc.