τάλαρος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(4b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=talaros | |Transliteration C=talaros | ||
|Beta Code=ta/laros | |Beta Code=ta/laros | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[basket]], <b class="b3">ἀργύρεος τ.</b>, of a work-basket, Od.4.125; [[ὑπόκυκλος]] ib.131; <b class="b3">πλεκτοὶ τ.</b> [[baskets]] of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Od.9.247, cf. Ar.''Ra.''560, ''AP''9.567 (Antip.), ''IG''3.1309, Gal.6.491; [[basket]] for fruit, Il.18.568, Hes.''Sc.''293; for flowers, Mosch.2.34,61, Paus.8.31.2.<br><span class="bld">2</span> [[wicker cage]] for fowls: hence metaph., <b class="b3">Μουσέων τ.</b>, of the Museum, Timo 12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] ὁ, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] ὁ, [[Korb]], Tragkorb, lat. quasus; Od. 4, 131; Hes. Sc. 293; geflochten, [[πλεκτός]], Od. 9, 247, wo es ein Käsekorb ist, aus dem die Molken von der gerinnenden Milch ablaufen können, vgl. Ai. Ran. 560; τοὐν ταλάροισι [[γάλα]], Antp. Th. 82 (IX, 567), wie πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν, zu Trauben, Il. 18, 568, wo Eust. erkl. καλαθίσκοι τάλανες ἐς τὸ αἴρειν ὡς βαστακτικοί, u. die Ableitung von [[τάλας]], [[τλάω]] andeutet, Ep. ad. 59. 271 (XI, 284 Plan. 264); – ein Hühnerkorb, Ath. I, 22 c aus Tim. Phlias.; – ein Korb der Wollspinner, Poll. 10, 125. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />objet pour porter, <i>particul.</i> panier tressé :<br /><b>I.</b> [[corbeille]];<br /><b>1</b> corbeille pour la laine, à l'usage des fileuses;<br /><b>2</b> [[corbeille pour des fruits]] <i>ou</i> des fleurs;<br /><b>3</b> [[clayon]] <i>ou</i> éclisse à fromages;<br /><b>III.</b> [[cage à poules]] <i>ou</i> à volatiles en gén.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τάλᾰρος:''' ὁ корзин(к)а, плетенка Hom., Hes., Arph., Theocr., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τάλᾰρος''': [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, [[ἀργύρεος]] τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος [[αὐτόθι]] 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ [[νέος]] [[τυρός]], [[ὅπως]] ἐκρεύσῃ ὁ [[ὀρός]], Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν [[κλωβίον]] ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[τλάω]] (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι). | |lstext='''τάλᾰρος''': [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, [[ἀργύρεος]] τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος [[αὐτόθι]] 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ [[νέος]] [[τυρός]], [[ὅπως]] ἐκρεύσῃ ὁ [[ὀρός]], Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν [[κλωβίον]] ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[τλάω]] (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />πλεκτό [[καλάθι]] από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την [[αποστράγγιση]] τυριού<br /><b>νεοελλ.</b><br />ξύλινο τυροκομικό [[αγγείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλάθι]] ( | |mltxt=ο, ΝΑ<br />πλεκτό [[καλάθι]] από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την [[αποστράγγιση]] τυριού<br /><b>νεοελλ.</b><br />ξύλινο τυροκομικό [[αγγείο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[καλάθι]] («πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> πλεκτό [[κλουβί]] για πουλιά<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Μουσέων [[τάλαρος]]»<br /><b>μτφ.</b> το [[τέμενος]] τών Μουσών (Τίμων Φλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τάλαρος]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>tel</i><i>ā</i>-/<i>tel</i>- «[[σηκώνω]], [[ζυγίζω]], [[μεταφέρω]], [[υπομένω]]» με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]]) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— ενός αμάρτυρου επιθ. <i>ταλα</i>-<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λαγα</i>-<i>ρός</i>: <i>λαγάσαι</i>, <i>χαλα</i>-<i>ρός</i>: <i>χαλάσαι</i>). Αξιοσημείωτο [[είναι]] ότι ο τ. [[τάλαρος]] με αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει» διατηρεί την κυριολεκτική σημ. της ρίζας (<b>βλ.</b> και λ. [[τάλας]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τάλᾰρος:''' [τᾰ], ὁ, [[καλάθι]], Λατ. qualus, σε Ομήρ. Οδ.· πλεκτὸς [[τάλαρος]], [[καλάθι]] πλεκτό από καλάμια, στο οποίο τοποθετούσαν τα φρεσκοφτιαγμένα τυριά έτσι ώστε να στραγγίξουν, σε Όμηρ. | |lsmtext='''τάλᾰρος:''' [τᾰ], ὁ, [[καλάθι]], Λατ. qualus, σε Ομήρ. Οδ.· πλεκτὸς [[τάλαρος]], [[καλάθι]] πλεκτό από καλάμια, στο οποίο τοποθετούσαν τα φρεσκοφτιαγμένα τυριά έτσι ώστε να στραγγίξουν, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=τᾰ́λᾰρος, ὁ,<br />a [[basket]], Lat. qualus, Od.; πλεκτὸς τάλ. a [[basket]] of [[wicker]]-[[work]], in [[which]] new-made cheeses were placed so as to let the [[whey]] run off, Hom. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τάλαρος''': {tálaros}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Korb]] (Hom., Hes. ''Sc''., Ar., Mosch., Paus. u.a.)<br />'''Derivative''': mit dem Demin. [[ταλαρίσκος]] m. (Arist., Theok., ''AP''), -ιον n. (Pap. III<sup>p</sup>, Poll.).<br />'''Etymology''': Eig. "Träger", Substantivierung (mit Akzentverschiebung) eines Adj. *ταλαρός wie [[λαγαρός]], [[χαλαρός]] u.a.; s. [[ταλάσσαι]]. — Über andere Wörter für [[Korb]] s. [[κανοῦν]], [[κόφινος]], [[κάλαθος]], [[σύριχος]].<br />'''Page''' 2,848 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A basket, ἀργύρεος τ., of a work-basket, Od.4.125; ὑπόκυκλος ib.131; πλεκτοὶ τ. baskets of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Od.9.247, cf. Ar.Ra.560, AP9.567 (Antip.), IG3.1309, Gal.6.491; basket for fruit, Il.18.568, Hes.Sc.293; for flowers, Mosch.2.34,61, Paus.8.31.2.
2 wicker cage for fowls: hence metaph., Μουσέων τ., of the Museum, Timo 12.
German (Pape)
[Seite 1065] ὁ, Korb, Tragkorb, lat. quasus; Od. 4, 131; Hes. Sc. 293; geflochten, πλεκτός, Od. 9, 247, wo es ein Käsekorb ist, aus dem die Molken von der gerinnenden Milch ablaufen können, vgl. Ai. Ran. 560; τοὐν ταλάροισι γάλα, Antp. Th. 82 (IX, 567), wie πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν, zu Trauben, Il. 18, 568, wo Eust. erkl. καλαθίσκοι τάλανες ἐς τὸ αἴρειν ὡς βαστακτικοί, u. die Ableitung von τάλας, τλάω andeutet, Ep. ad. 59. 271 (XI, 284 Plan. 264); – ein Hühnerkorb, Ath. I, 22 c aus Tim. Phlias.; – ein Korb der Wollspinner, Poll. 10, 125.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
objet pour porter, particul. panier tressé :
I. corbeille;
1 corbeille pour la laine, à l'usage des fileuses;
2 corbeille pour des fruits ou des fleurs;
3 clayon ou éclisse à fromages;
III. cage à poules ou à volatiles en gén.
Étymologie: τλῆναι.
Russian (Dvoretsky)
τάλᾰρος: ὁ корзин(к)а, плетенка Hom., Hes., Arph., Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τάλᾰρος: [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, ἀργύρεος τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος αὐτόθι 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ νέος τυρός, ὅπως ἐκρεύσῃ ὁ ὀρός, Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν κλωβίον ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *τλάω (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).
English (Autenrieth)
(root ταλ): basket, of wicker-work, for fruit, etc., Il. 18.568; of silver, for wool, Od. 4.125.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού
νεοελλ.
ξύλινο τυροκομικό αγγείο
αρχ.
1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.)
2. πλεκτό κλουβί για πουλιά
3. φρ. «Μουσέων τάλαρος»
μτφ. το τέμενος τών Μουσών (Τίμων Φλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τάλαρος ανάγεται στην ΙΕ ρίζα telā-/tel- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω, υπομένω» με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα της δισύλλαβης ρίζας (βλ. και λ. τάλας) και αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. —με αναβιβασμό του τόνου— ενός αμάρτυρου επιθ. ταλα-ρός (πρβλ. λαγα-ρός: λαγάσαι, χαλα-ρός: χαλάσαι). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο τ. τάλαρος με αρχική σημ. «αυτός που σηκώνει, που μεταφέρει» διατηρεί την κυριολεκτική σημ. της ρίζας (βλ. και λ. τάλας)].
Greek Monotonic
τάλᾰρος: [τᾰ], ὁ, καλάθι, Λατ. qualus, σε Ομήρ. Οδ.· πλεκτὸς τάλαρος, καλάθι πλεκτό από καλάμια, στο οποίο τοποθετούσαν τα φρεσκοφτιαγμένα τυριά έτσι ώστε να στραγγίξουν, σε Όμηρ.
Middle Liddell
τᾰ́λᾰρος, ὁ,
a basket, Lat. qualus, Od.; πλεκτὸς τάλ. a basket of wicker-work, in which new-made cheeses were placed so as to let the whey run off, Hom.
Frisk Etymology German
τάλαρος: {tálaros}
Grammar: m.
Meaning: Korb (Hom., Hes. Sc., Ar., Mosch., Paus. u.a.)
Derivative: mit dem Demin. ταλαρίσκος m. (Arist., Theok., AP), -ιον n. (Pap. IIIp, Poll.).
Etymology: Eig. "Träger", Substantivierung (mit Akzentverschiebung) eines Adj. *ταλαρός wie λαγαρός, χαλαρός u.a.; s. ταλάσσαι. — Über andere Wörter für Korb s. κανοῦν, κόφινος, κάλαθος, σύριχος.
Page 2,848