ἥδυσμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idysma
|Transliteration C=idysma
|Beta Code=h(/dusma
|Beta Code=h(/dusma
|Definition=ατος, τό, (ἡδύνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[relish]], [[seasoning]], [[sauce]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>678</span>, <span class="bibl"><span class="title">V.</span> 496</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>332d</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.14.5</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.4.6</span>, etc.; of vinegar, <span class="bibl">Ath.2.67c</span>: metaph., οὐ . . ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1406a19</span>; <b class="b3">ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">Po.</span>1450b16</span>, cf. <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.207b</span>: in pl., [[spices]], [[aromatics]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.202</span>, Dsc.1.61, Plu.2.995c.</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[ἡδύνω]]) [[relish]], [[seasoning]], [[sauce]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''678, ''V.'' 496, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 332d, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.14.5, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.4.6, etc.; of vinegar, Ath.2.67c: metaph., οὐ.. ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.''Rh.''1406a19; <b class="b3">ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡ.</b> Id.''Po.''1450b16, cf. Jul.''Or.''7.207b: in plural, [[spices]], [[aromatics]], Hp.''Mul.''2.202, Dsc.1.61, Plu.2.995c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1154.png Seite 1154]] τό, Alles was dazu dient, eine Speise oder ein Getränk schmackhaft zu machen, Würze, Gewürz, so [[γήτειον]] Ar. Vesp. 496 Equ. 676 als Würze der Sardellen; [[τέχνη]] μαγειρικὴ τοῖς ὄψοις ἀποδίδωσι τὰ ἡδύσματα Plat. Rep. I, 332 d; Xen. Mem. 3, 14, 5; vom Pfeffer u. Essig, Ath. II, 67 c. Auch von Wohlgerüchen, Hippocr.; Specereien, Plut. de esu carn. 1, 5; oft übertr., παιδιὰ τοῦ πόνου [[ἥδυσμα]] Lyc. 25; Reiz, Arist. poet. 5, 5 u. Sp. oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1154.png Seite 1154]] τό, Alles was dazu dient, eine Speise oder ein Getränk schmackhaft zu machen, Würze, Gewürz, so [[γήτειον]] Ar. Vesp. 496 Equ. 676 als Würze der Sardellen; [[τέχνη]] μαγειρικὴ τοῖς ὄψοις ἀποδίδωσι τὰ ἡδύσματα Plat. Rep. I, 332 d; Xen. Mem. 3, 14, 5; vom Pfeffer u. Essig, Ath. II, 67 c. Auch von Wohlgerüchen, Hippocr.; Specereien, Plut. de esu carn. 1, 5; oft übertr., παιδιὰ τοῦ πόνου [[ἥδυσμα]] Lyc. 25; Reiz, Arist. poet. 5, 5 u. Sp. oft.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[assaisonnement]];<br /><b>2</b> τὰ ἡδύσματα essences, parfums.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἥδυσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[приправа]], [[пряность]], [[соус]], Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> перен. [[приправа]], [[услада]], [[украшение]] (ἡ [[μελοποιΐα]] [[μέγιστον]] τῶν ἡδυσμάτων Arst.; ἡ παιδιὰ τοῦ πόνου ἥ. Plut.): οὐκ ἡδύσματι χρῆται, ἀλλ᾽ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arst. (Алкидамант) использует эпитеты не как приправу, а как (самое) пищу.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἥδυσμα''': τό, ([[ἡδύνω]]) ἐν τῇ μαγειρικῇ, τὸ παρέχον ἡδύτητα, τὸ ποιοῦν τὸ φαγητὸν νόστιμον, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 678. Σφηξ. 496, Πλάτ. Πολιτ. 332D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, κτλ.· ἐπὶ ὄξους, Ἀθήν. 67C· ἐπὶ μυρωδικῶν, Πλούτ. 2. 995C· ― μεταφ., οὐ... ἡδύσματι, ἀλλ’ ὡς ἐδέσματι χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδ. ὁ αὐτ. Ποιητ. 6, 27· παιδιὰ τοῦ πόνου [[ἥδυσμα]] Πλούτ. Λυκ. 25· πρβλ. [[ἡδύνω]] ΙΙ. 1· ― ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], μυρωδικόν, εὐῶδες [[ἔλαιον]], Ἱππ. 670. 37.
|lstext='''ἥδυσμα''': τό, ([[ἡδύνω]]) ἐν τῇ μαγειρικῇ, τὸ παρέχον ἡδύτητα, τὸ ποιοῦν τὸ φαγητὸν νόστιμον, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 678. Σφηξ. 496, Πλάτ. Πολιτ. 332D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, κτλ.· ἐπὶ ὄξους, Ἀθήν. 67C· ἐπὶ μυρωδικῶν, Πλούτ. 2. 995C· ― μεταφ., οὐ... ἡδύσματι, ἀλλ’ ὡς ἐδέσματι χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδ. ὁ αὐτ. Ποιητ. 6, 27· παιδιὰ τοῦ πόνου [[ἥδυσμα]] Πλούτ. Λυκ. 25· πρβλ. [[ἡδύνω]] ΙΙ. 1· ― ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]], μυρωδικόν, εὐῶδες [[ἔλαιον]], Ἱππ. 670. 37.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> assaisonnement;<br /><b>2</b> τὰ ἡδύσματα essences, parfums.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἥδυσμα]]) [[ηδύνω]]<br />[[καθετί]] που παρέχει [[γλυκύτητα]], [[καθετί]] που κάνει το [[φαγητό]] νόστιμο, [[άρτυμα]], [[καρύκευμα]]<br />(«παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ [[στόμα]] λαμβάνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]] («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῑς ἐπιθέτοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἡδύσματα</i><br />τα μυρωδικά.
|mltxt=το (AM [[ἥδυσμα]]) [[ηδύνω]]<br />[[καθετί]] που παρέχει [[γλυκύτητα]], [[καθετί]] που κάνει το [[φαγητό]] νόστιμο, [[άρτυμα]], [[καρύκευμα]]<br />(«παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ [[στόμα]] λαμβάνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]] («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἡδύσματα</i><br />τα μυρωδικά.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥδυσμα:''' -ατος, τό ([[ἡδύνω]]), αυτό που δίνει [[γλυκύτητα]] και [[νοστιμιά]] στο [[φαγητό]], η [[σάλτσα]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἥδυσμα:''' -ατος, τό ([[ἡδύνω]]), αυτό που δίνει [[γλυκύτητα]] και [[νοστιμιά]] στο [[φαγητό]], η [[σάλτσα]], σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἥδυσμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> приправа, пряность, соус Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> перен. приправа, услада, украшение (ἡ [[μελοποιΐα]] [[μέγιστον]] τῶν ἡδυσμάτων Arst.; ἡ παιδιὰ τοῦ πόνου ἥ. Plut.): οὐκ ἡδύσματι χρῆται, ἀλλ᾽ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arst. (Алкидамант) использует эпитеты не как приправу, а как (самое) пищу.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἥδυσμα Medium diacritics: ἥδυσμα Low diacritics: ήδυσμα Capitals: ΗΔΥΣΜΑ
Transliteration A: hḗdysma Transliteration B: hēdysma Transliteration C: idysma Beta Code: h(/dusma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ἡδύνω) relish, seasoning, sauce, Ar.Eq.678, V. 496, Pl.R. 332d, X.Mem.3.14.5, Thphr. CP 6.4.6, etc.; of vinegar, Ath.2.67c: metaph., οὐ.. ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh.1406a19; ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡ. Id.Po.1450b16, cf. Jul.Or.7.207b: in plural, spices, aromatics, Hp.Mul.2.202, Dsc.1.61, Plu.2.995c.

German (Pape)

[Seite 1154] τό, Alles was dazu dient, eine Speise oder ein Getränk schmackhaft zu machen, Würze, Gewürz, so γήτειον Ar. Vesp. 496 Equ. 676 als Würze der Sardellen; τέχνη μαγειρικὴ τοῖς ὄψοις ἀποδίδωσι τὰ ἡδύσματα Plat. Rep. I, 332 d; Xen. Mem. 3, 14, 5; vom Pfeffer u. Essig, Ath. II, 67 c. Auch von Wohlgerüchen, Hippocr.; Specereien, Plut. de esu carn. 1, 5; oft übertr., παιδιὰ τοῦ πόνου ἥδυσμα Lyc. 25; Reiz, Arist. poet. 5, 5 u. Sp. oft.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 assaisonnement;
2 τὰ ἡδύσματα essences, parfums.
Étymologie: ἡδύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἥδυσμα: ατος τό
1 приправа, пряность, соус, Arph., Xen., Plat., Arst., Plut.;
2 перен. приправа, услада, украшение (ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδυσμάτων Arst.; ἡ παιδιὰ τοῦ πόνου ἥ. Plut.): οὐκ ἡδύσματι χρῆται, ἀλλ᾽ ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arst. (Алкидамант) использует эпитеты не как приправу, а как (самое) пищу.

Greek (Liddell-Scott)

ἥδυσμα: τό, (ἡδύνω) ἐν τῇ μαγειρικῇ, τὸ παρέχον ἡδύτητα, τὸ ποιοῦν τὸ φαγητὸν νόστιμον, «σάλτσα», Ἀριστοφ. Ἱππ. 678. Σφηξ. 496, Πλάτ. Πολιτ. 332D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 5, κτλ.· ἐπὶ ὄξους, Ἀθήν. 67C· ἐπὶ μυρωδικῶν, Πλούτ. 2. 995C· ― μεταφ., οὐ... ἡδύσματι, ἀλλ’ ὡς ἐδέσματι χρῆσθαι τοῖς ἐπιθέτοις Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· ἡ μελοποιΐα μέγιστον τῶν ἡδ. ὁ αὐτ. Ποιητ. 6, 27· παιδιὰ τοῦ πόνου ἥδυσμα Πλούτ. Λυκ. 25· πρβλ. ἡδύνω ΙΙ. 1· ― ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, μυρωδικόν, εὐῶδες ἔλαιον, Ἱππ. 670. 37.

Greek Monolingual

το (AM ἥδυσμα) ηδύνω
καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα
(«παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. τὰ ἡδύσματα
τα μυρωδικά.

Greek Monotonic

ἥδυσμα: -ατος, τό (ἡδύνω), αυτό που δίνει γλυκύτητα και νοστιμιά στο φαγητό, η σάλτσα, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

ἥδυσμα, ατος, τό, ἡδύνω
that which gives a relish or flavour, seasoning, sauce, Ar., Xen., etc.

English (Woodhouse)

for flavouring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)