ἐξεταστικός: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksetastikos | |Transliteration C=eksetastikos | ||
|Beta Code=e)cetastiko/s | |Beta Code=e)cetastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐξεταστική, ἐξεταστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of examining into]], τῶν ἔργων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.''Herm.''64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν [[exacting]], Hierocl.''in CA''7p.429M.: abs., [[fitted for inquiry]], of Dialectic, Arist.''Top.''101b3 (in ''Po.''1455a34 [[ἐκστατικοί]] is prob. l.). Adv. [[ἐξεταστικῶς]] D.17.13.<br><span class="bld">II</span> [[ἐ]]. (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), τό, [[salary of an]] [[ἐξεταστής]], Id.13.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ [[παρασκευή]] Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0879.png Seite 879]] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; [[εἶδος]] λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ [[παρασκευή]] Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[propre à rechercher]], [[à examiner]];<br /><b>2</b> [[qui recherche]] <i>ou</i> examine.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξετάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξεταστικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[умеющий исследовать]], [[тщательно разбирающий]] (τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὶ ἐ. Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[исследующий]] ([[διαλεκτική]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, | |lstext='''ἐξεταστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἁρμόδιος]] νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., [[ἐρευνητικός]], περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. [[ἀργύριον]]), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξεταστικός]], -ή, -όν) [[εξεταστής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εξέταση]], ο [[ικανός]] να εξετάζει («εξεταστική [[επιτροπή]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ν' αναζητεί την [[αλήθεια]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξεταστικόν</i><br />[[αμοιβή]] εξεταστή, [[εξέταστρα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεταστικός:''' -ή, -όν ([[ἐξετάζω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ικανός]], [[αρμόδιος]] να εξετάζει, <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[ερευνητικός]], στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐξ</i>. (ενν. [[ἀργύριον]]), <i>τό</i>, ο [[μισθός]] ενός <i>ἐξεταστοῦ</i>, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐξεταστικός]], ή, όν [[ἐξετάζω]]<br /><b class="num">I.</b> [[capable]] of examining [[into]], τινός Xen.:—absol. [[inquiring]], Xen.:—adv. -κῶς, Dem.<br /><b class="num">II.</b> ἐξ. (''[[sc.]]'' [[ἀργύριον]]), the [[salary]] of an [[ἐξεταστής]], Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξεταστική, ἐξεταστικόν,
A capable of examining into, τῶν ἔργων X.Mem.1.1.7; ἐ. καὶ κριτικός Luc.Herm.64; ἐ. πρὸς ἀκρίβειαν exacting, Hierocl.in CA7p.429M.: abs., fitted for inquiry, of Dialectic, Arist.Top.101b3 (in Po.1455a34 ἐκστατικοί is prob. l.). Adv. ἐξεταστικῶς D.17.13.
II ἐ. (sc. ἀργύριον), τό, salary of an ἐξεταστής, Id.13.4.
German (Pape)
[Seite 879] ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ παρασκευή Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 propre à rechercher, à examiner;
2 qui recherche ou examine.
Étymologie: ἐξετάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεταστικός:
1 умеющий исследовать, тщательно разбирающий (τῶν ἔργων Xen.; κριτικὸς καὶ ἐ. Luc.);
2 исследующий (διαλεκτική Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεταστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος ἢ ἁρμόδιος νὰ ἐξετάζῃ, μετὰ γεν., τῶν ἔργων ἐξεταστικὸς Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ἐξ. καὶ κριτικὸς Λουκ. Ἑρμότ. 64· ‒ ἀπολ., ἐρευνητικός, περὶ τῆς διαλεκτικῆς, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 2· ἐν τῇ Ποιητ. 17, 5, ἐκστατικοὶ φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 215. 9. ΙΙ. ἐξεταστικὸν (ἐνν. ἀργύριον), τό, ὁ μισθὸς ἐξεταστοῦ, Δημ. 167. 17.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐξεταστικός, -ή, -όν) εξεταστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξέταση, ο ικανός να εξετάζει («εξεταστική επιτροπή»)
αρχ.
1. ο κατάλληλος ν' αναζητεί την αλήθεια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξεταστικόν
αμοιβή εξεταστή, εξέταστρα.
Greek Monotonic
ἐξεταστικός: -ή, -όν (ἐξετάζω),
I. ικανός, αρμόδιος να εξετάζει, τινος, σε Ξεν.· απόλ., ερευνητικός, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Δημ.
II. ἐξ. (ενν. ἀργύριον), τό, ο μισθός ενός ἐξεταστοῦ, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐξεταστικός, ή, όν ἐξετάζω
I. capable of examining into, τινός Xen.:—absol. inquiring, Xen.:—adv. -κῶς, Dem.
II. ἐξ. (sc. ἀργύριον), the salary of an ἐξεταστής, Dem.