εὐφραδής: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=effradis | |Transliteration C=effradis | ||
|Beta Code=eu)fradh/s | |Beta Code=eu)fradh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐφραδές, ([[φράζω]])<br><span class="bld">A</span> [[express]]ing [[oneself]] [[correctly]] or [[accurately]], Simp. ''in Ph.''968.30, Suid. Ep.Adv. [[εὐφραδέως]] = [[eloquently]], πεπνυμένα πάντ' [[ἀγορεύειν]] Od.19.352.<br><span class="bld">2</span> Pass., [[well-expressed]], λόγος Lyd.''Mens.''4.64, cf. Sch.Il.14.382 (Comp.), etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui parle bien, avec élégance <i>ou</i> justesse.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[φράζομαι]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐφρᾰδής''': -ές, ([[φράζω]]) «[[σαφής]]» Σουΐδ, 2) Παθ., [[καλῶς]], ὀρθῶς ἐκπεφρασμένος, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 382, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸ Ἐπίρρ. ἐν Ὀδ. Τ. 352 εὐφραδέως, εὐφραδῶς, εὐγλώτως, μάλ’ εὐφραδέως πενυμένα πάντ’ ἀγορεύεις. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐφραδής]], -ές)<br />αυτός που έχει ευχερή [[έκφραση]], ο [[εύγλωττος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται σωστά ή με [[σαφήνεια]]<br /><b>2.</b> ο εκφρασμένος καλά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφραδώς</i> (Α εὐφραδέως)<br />με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθαρά]], με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>φράδ</i>-<i>jω</i> «[[μιλώ]], [[λέγω]]»), [[πρβλ]]. [[θεοφραδής]], [[κακοφραδής]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐφρᾰδής:''' -ές ([[φράζω]]), καλοειπωμένος· επίρρ., [[εὐφραδέως]] ἀγορεύειν, [[μιλώ]] με [[ευγλωττία]], με [[ευφράδεια]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-φρᾰδής, ές [[φράζω]]<br />well-expressed: adv., [[εὐφραδέως]] ἀγορεύειν to [[speak]] in set terms, eloquently, Od. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[εὔγλωττος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[φράζω]] (=[[λέω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[wohlredend]]</i>, Sp.<br><b class="num">• Adv.</b>, [[εὐφραδέως]] πεπνυμένα πάντ' ἀγορεύεις, <i>[[beredt]]</i> sprichst du, <i>Od</i>. 19.352. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐφραδές, (φράζω)
A expressing oneself correctly or accurately, Simp. in Ph.968.30, Suid. Ep.Adv. εὐφραδέως = eloquently, πεπνυμένα πάντ' ἀγορεύειν Od.19.352.
2 Pass., well-expressed, λόγος Lyd.Mens.4.64, cf. Sch.Il.14.382 (Comp.), etc.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui parle bien, avec élégance ou justesse.
Étymologie: εὖ, φράζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφρᾰδής: -ές, (φράζω) «σαφής» Σουΐδ, 2) Παθ., καλῶς, ὀρθῶς ἐκπεφρασμένος, Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 382, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. ἔχει μόνον τὸ Ἐπίρρ. ἐν Ὀδ. Τ. 352 εὐφραδέως, εὐφραδῶς, εὐγλώτως, μάλ’ εὐφραδέως πενυμένα πάντ’ ἀγορεύεις.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐφραδής, -ές)
αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια
2. ο εκφρασμένος καλά.
επίρρ...
ευφραδώς (Α εὐφραδέως)
με ευγλωττία, με ευφράδεια
αρχ.
1. καθαρά, με σαφήνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φραδής (< φράζω < φράδ-jω «μιλώ, λέγω»), πρβλ. θεοφραδής, κακοφραδής.
Greek Monotonic
εὐφρᾰδής: -ές (φράζω), καλοειπωμένος· επίρρ., εὐφραδέως ἀγορεύειν, μιλώ με ευγλωττία, με ευφράδεια, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
εὐ-φρᾰδής, ές φράζω
well-expressed: adv., εὐφραδέως ἀγορεύειν to speak in set terms, eloquently, Od.
Mantoulidis Etymological
(=εὔγλωττος). Ἀπό τό εὖ + φράζω (=λέω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
German (Pape)
ές, wohlredend, Sp.
• Adv., εὐφραδέως πεπνυμένα πάντ' ἀγορεύεις, beredt sprichst du, Od. 19.352.