Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκροθιγής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akrothigis
|Transliteration C=akrothigis
|Beta Code=a)kroqigh/s
|Beta Code=a)kroqigh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">touching on surface, touching the lips</b>, φίλημα <span class="title">AP</span> 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις <span class="bibl">Vett.Val.40.1</span>. Adv. <b class="b3">ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν</b> <b class="b2">just</b> dip in, <b class="b2">so that it is hardly wetted</b>, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.<span class="title">Procl.</span>26, cf. <span class="bibl">Vett.Val.271.11</span>, <span class="bibl">Men.Rh. p.417</span> S.</span>
|Definition=ἀκροθιγές, [[touching on surface]], [[touching the lips]], φίλημα ''AP'' 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. [[ἀκροθιγῶς]], [[ἐμβάπτειν]] [[just]] dip in, [[so that it is hardly wetted]], Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.''Procl.''26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀκροθῐγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[que toca superficialmente]], [[ligero]], [[leve]] φίλημα <i>AP</i> 12.68 (Mel.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficial]] ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[ligeramente]] ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficialmente]] ἀ. πῶς εἴρηται Marin.<i>Procl</i>.26.57, Men.Rh.417.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0083.png Seite 83]] ές, leicht berührend, [[φίλημα]], Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0083.png Seite 83]] ές, leicht berührend, [[φίλημα]], Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[qui touche la surface]], [[qui effleure]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θιγεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροθῐγής:''' [[слегка прикасающийся]], [[легкий]] ([[φίλημα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui touche la surface, qui effleure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θιγεῖν]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀκροθῐγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[que toca superficialmente]], [[ligero]], [[leve]] φίλημα <i>AP</i> 12.68 (Mel.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficial]] ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[ligeramente]] ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficialmente]] ἀ. πῶς εἴρηται Marin.<i>Procl</i>.26.57, Men.Rh.417.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκροθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θιγγάνω]]<br />[[touching]] on the [[surface]], [[touching]] the lips, Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν [[ἐπιφάνεια]]). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: [[ἄκρος]] + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[θιγγάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροθῐγής Medium diacritics: ἀκροθιγής Low diacritics: ακροθιγής Capitals: ΑΚΡΟΘΙΓΗΣ
Transliteration A: akrothigḗs Transliteration B: akrothigēs Transliteration C: akrothigis Beta Code: a)kroqigh/s

English (LSJ)

ἀκροθιγές, touching on surface, touching the lips, φίλημα AP 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.

Spanish (DGE)

(ἀκροθῐγής) -ές
1 que toca superficialmente, ligero, leve φίλημα AP 12.68 (Mel.)
fig. superficial ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.
2 adv. -ῶς ligeramente ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2
fig. superficialmente ἀ. πῶς εἴρηται Marin.Procl.26.57, Men.Rh.417.

German (Pape)

[Seite 83] ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui touche la surface, qui effleure.
Étymologie: ἄκρος, θιγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροθῐγής: слегка прикасающийся, легкий (φίλημα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροθῐγής: -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ φίλημα, Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, ὥστε μόλις νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροθιγής)
1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος
2. επίρρ. ακροθιγώς
α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια
νεοελλ.
αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -θιγής < ἔθιγον, θιγγάνω.

Greek Monotonic

ἀκροθῐγής: -ές (θιγγάνω), αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.

Middle Liddell

θιγγάνω
touching on the surface, touching the lips, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν ἐπιφάνεια). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θιγγάνω.