καταντίον: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katantion | |Transliteration C=katantion | ||
|Beta Code=katanti/on | |Beta Code=katanti/on | ||
|Definition=Adv. [[over against]], [[right opposite]], c. gen., | |Definition=Adv. [[over against]], [[right opposite]], c. gen., Hdt.6.103, 118, 8.52: c. dat., Id.7.33: abs., <b class="b3">Χὠ καταντίον θανών</b> [[facing him]], S.''Ant.''512, cf. ''APl.''4.95 (Damag.): [[καταντία]], <b class="b3">πόντου καταντίον κυμαίνοντος</b> Agesianax ap. Plu.2.921b, cf. Opp.''H.''2.555. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv. over against, right opposite, c. gen., Hdt.6.103, 118, 8.52: c. dat., Id.7.33: abs., Χὠ καταντίον θανών facing him, S.Ant.512, cf. APl.4.95 (Damag.): καταντία, πόντου καταντίον κυμαίνοντος Agesianax ap. Plu.2.921b, cf. Opp.H.2.555.
French (Bailly abrégé)
adv.
en face, gén. ou dat..
Étymologie: κατά, ἀντίος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταντίον [κατάντης] tegenover, aan de andere kant, adv.:; ὁ καταντίον θανών degene die bij de tegenpartij is gestorven Soph. Ant. 512; met gen.:; καταντίον αὐτοῦ tegenover hem Hdt. 6.103.3; met dat.: Ἀβύδῳ καταντίον tegenover Abydus Hdt. 7.33.
Russian (Dvoretsky)
καταντίον:
I praep. cum gen. и dat. против, напротив (τινός и τινί Her.).
II adv. против, лицом к лицу: ὁ καταντίον Soph. противник (в бою).
Greek (Liddell-Scott)
καταντίον: ἐπίρρ., κατέναντι, ἀκριβῶς ἀπέναντι, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 6. 103, 118· ὡσαύτως μετὰ δοτ., 7, 33· ἀπόλ., χὼ καταντίον θανών, ἀπέναντι αὐτοῦ, Σοφ. Ἀντιγ. 512, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4, 95·- ὡσαύτως, καταντία Ἀγησιάναξ π. Πλουτ. 2, 921Β, Ὀππ. Ἁλ. 2, 555.
Greek Monolingual
καταντίον και καταντία (Α)
επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντι («καταντίον δ' αὑτοῦ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εναντίον].
Greek Monotonic
καταντίον: επίρρ., απέναντι από, ακριβώς απέναντι, απέναντι, με γεν., σε Ηρόδ.· με δοτ., στον ίδ.· απόλ., σε Σοφ.
Middle Liddell
over against, right opposite, facing, c. gen., Hdt.; c. dat., Hdt.; absol., Soph.