κύλισμα: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kylisma
|Transliteration C=kylisma
|Beta Code=ku/lisma
|Beta Code=ku/lisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[roll]], Sm.<span class="title">Ez.</span>10.13, <span class="title">Hippiatr.</span>79, 117; <b class="b3">κ. κανθάρου</b>, ball of dung rolled by a beetle, <span class="title">PMag.Berol.</span>1.223. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[κυλίστρα]], <span class="title">Hippiatr.</span>8; [[varia lectio|v.l.]] for sq., <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Pet.</span>2.22</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[roll]], Sm.''Ez.''10.13, ''Hippiatr.''79, 117; <b class="b3">κ. κανθάρου</b>, ball of dung rolled by a beetle, ''PMag.Berol.''1.223.<br><span class="bld">II</span> = [[κυλίστρα]], ''Hippiatr.''8; [[varia lectio|v.l.]] for [[κυλισμός]], ''2 Ep.Pet.''2.22.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλισμα Medium diacritics: κύλισμα Low diacritics: κύλισμα Capitals: ΚΥΛΙΣΜΑ
Transliteration A: kýlisma Transliteration B: kylisma Transliteration C: kylisma Beta Code: ku/lisma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A roll, Sm.Ez.10.13, Hippiatr.79, 117; κ. κανθάρου, ball of dung rolled by a beetle, PMag.Berol.1.223.
II = κυλίστρα, Hippiatr.8; v.l. for κυλισμός, 2 Ep.Pet.2.22.

German (Pape)

[Seite 1529] τό, das Gewälzte, Sp.; auch = κυλίστρα, N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de se rouler;
2 lieu où les animaux se vautrent (dans la fange).
Étymologie: κυλίνδω.

Russian (Dvoretsky)

κύλισμα: ατος τό, v.l. κῠλισμός ὁ место, где валяются свиньи, т. е. грязь NT.

Greek (Liddell-Scott)

κύλισμα: τό, τὸ κυλίεσθαι, ἡ κύλισις, Ἱππιατρ. ΙΙ. τὸ κυλίεσθαι ἤ τὸ μέρος ἔνθα κυλίεταί τις, ὡς τὸ κυλίστρα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 22.

Spanish

pelota

English (Strong)

from κυλιόω; a wallow (the effect of rolling), i.e. filth: wallowing.

English (Thayer)

(κυλισμός) κυλισμου, ὁ, equivalent to κυλισις, a rolling, wallowing (Hippiatr., p. 204,4; (cf. Theod.)): εἰς κυλισμμον βορβόρου, to a rolling of itself in mud (to wallowing in the mire), T Tr text WH. See the preceding word.

Greek Monolingual

το (AM κύλισμα) κυλίνδω
το να κυλιέται κάποιος σε μια επιφάνεια, κύλιση
νεοελλ.
φρ. ιατρ. «διαστολικό κύλισμα» — φύσημα με ηχητικούς χαρακτήρες κυλιόμενου θαρέος αντικειμένου, το οποίο αποτελεί ακροαστικό εύρημα επί στενώσεως της μιτροειδούς
νεοελλ.-μσν.
1. πέρασμα του χρόνου
2. αλλαγή, στροφή, αστάθεια της τύχης
3. (βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα σημεία του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
μσν.-αρχ.
το μέρος όπου κυλιέται κάποιος, κυλίστρα
αρχ.
ο βώλος που σχηματίζουν τα σκαθάρια από την κοπριά τών ζώων.

Greek Monotonic

κύλισμα: -ατος, τό, κύλισμα, κύλισμα στη λάσπη, τόπος κυλίσματος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κύλισμα, ατος, τό,
a rolling, wallowing, or a wallowing place, NTest.

Chinese

原文音譯:kÚlisma 去利士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:滾(果效) 相當於: (גַּלְגַּל‎)
字義溯源:翻滾,打滾的地方,打輥,輥;源自(κυλίω)=轉,打滾);而 (κυλίω)出自(κῦμα)=巨浪),而 (κῦμα)又出自(κυρόω)X*=彎,大浪)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 打輥(1) 彼後2:22

Léxico de magia

τό pelota de un escarabajo λαβὼν στέαρ ἢ ὀφθαλμὸν νυκτίβαυ καὶ κ. κανθάρου ... λειοτριβήσας πάντα χρῖε ὅλον τὸ σωμάτιόν σου toma grasa o el ojo de un búho y la pelota de un escarabajo, mézclalo todo y unge todo tu cuerpo P I 223