ὑποτροπή: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotropi
|Transliteration C=ypotropi
|Beta Code=u(potroph/
|Beta Code=u(potroph/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a turning back]], [[repulse]], <span class="bibl">Plu. <span class="title">Alex.</span>32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[relapse]], [[recurrence]], Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Luc.</span>7</span>; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as <b class="b3">οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή</b>).</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[a turning back]], [[repulse]], Plu. ''Alex.''32.<br><span class="bld">II</span> [[relapse]], [[recurrence]], Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.''Luc.''7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as <b class="b3">οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή</b>).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> retour, <i>particul.</i> retour périodique, accès;<br /><b>2</b> retraite.<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> retour, <i>particul.</i> retour périodique, accès;<br /><b>2</b> [[retraite]].<br />'''Étymologie:''' ὑποτρέπω.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Rückkehr]]</i>, νοσημάτων Plut. <i>Lucull</i>. 7, [[öfter]], und A.; – <i>das [[Zurückweichen]]</i>, Plut. <i>Alex</i>. 32.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑποτροπή]], ἡ, [ὑποτρέπω]<br /><b class="num">I.</b> a [[turning]] [[back]], [[repulse]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> a [[relapse]], [[recurrence]], Plut.
|mdlsjtxt=[[ὑποτροπή]], ἡ, [ὑποτρέπω]<br /><b class="num">I.</b> a [[turning]] [[back]], [[repulse]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> a [[relapse]], [[recurrence]], Plut.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Rückkehr]]</i>, νοσημάτων Plut. <i>Lucull</i>. 7, [[öfter]], und A.; – <i>das [[Zurückweichen]]</i>, Plut. <i>Alex</i>. 32.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτροπή Medium diacritics: ὑποτροπή Low diacritics: υποτροπή Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΗ
Transliteration A: hypotropḗ Transliteration B: hypotropē Transliteration C: ypotropi Beta Code: u(potroph/

English (LSJ)

ἡ,
A a turning back, repulse, Plu. Alex.32.
II relapse, recurrence, Id.2.565d; τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Id.Luc.7; cf.Hp. ap. Gal.19.150 (defined as οὐ μόνον ἡ ὑποστροφὴ ἀλλὰ καὶ ἡ ἐναλλὰξ μεταβολή).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 retour, particul. retour périodique, accès;
2 retraite.
Étymologie: ὑποτρέπω.

German (Pape)

ἡ, die Rückkehr, νοσημάτων Plut. Lucull. 7, öfter, und A.; – das Zurückweichen, Plut. Alex. 32.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτροπή:
1 отступление, отход (ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι Plut.);
2 возврат, рецидив (τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπή: ἡ, ἡ παραλλὰξ τοῦ ἡττᾶσθαι καὶ νικᾶν διαδοχή, ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὐωνύμῳ κέρατι κατὰ Παρμενίωνα Πλουτ. Ἀλ. 32, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 424). ΙΙ. ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ὑπ. τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων Πλάτ. Λούκουλλ. 7, κ. ἀλλ.· ἴδε Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 584.

Greek Monolingual

η / ὑποτροπή, ΝΑ
(για νόσο) επανεμφάνιση στη διάρκεια της ανάρρωσης ή μετά από πλήρη ή φαινομενική ίαση (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η υποτροπή» β. «ὑποτροπὴ τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. το να υποπίπτει κανείς στο ίδιο παράπτωμα
2. (ποιν. δίκ.) η μετά από προηγούμενη καταδίκη, για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο
αρχ.
εναλλαγή, διαδοχή εναλλάξ («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑποτροπή: ἡ (ὑποτρέπω),
I. μεταστροφή, αλλαγή, μεταβολή, απόκρουση, απώθηση, ήττα, αποτυχία, σε Πλούτ.
II. ξαναπέσιμο, ξανακύλισμα, επιστροφή, επάνοδος, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑποτροπή, ἡ, [ὑποτρέπω]
I. a turning back, repulse, Plut.
II. a relapse, recurrence, Plut.