φοξός: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foksos
|Transliteration C=foksos
|Beta Code=foco/s
|Beta Code=foco/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pointed]], <b class="b3">φοξὸς ἔην κεφαλήν</b> he was [[peaked]] in the head, had a <b class="b2">sugar-loaf</b> head, <span class="bibl">Il.2.219</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>6.1.2</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Phgn.</span>812a8</span>, <span class="title">AP</span>10.8 (Arch.), <span class="bibl">Sor.1.102</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>9.17</span>; [<b class="b3">κύλικες] φοξαὶ τὸ χεῖλος</b> (cf. foreg.) <span class="bibl">Ath.11.480d</span>.</span>
|Definition=φοξή, φοξόν, [[pointed]], <b class="b3">φοξὸς ἔην κεφαλήν</b> he was [[peaked]] in the [[head]], had a [[sugar-loaf]] [[head]], Il.2.219, cf. Hp.''Epid.''6.1.2, Arist. ''Phgn.''812a8, ''AP''10.8 (Arch.), Sor.1.102, Gal.''UP''9.17; [κύλικες] φοξαὶ τὸ χεῖλος (cf. [[φοξίχειλος]]) Ath.11.480d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] spitz, spitzig, zugespitzt, Il. 2, 219, wo es von Thersites heißt φοξὸς ἔην κεφαλήν, er war spitzköpfig. Nach den Schol. (vgl. auch Ath. XI, 480 c) εἴρηται ἀπὸ τῶν κεραμικῶν ἀγγείων τῶν ἐν τῇ καμίνῳ ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀπωξυμμένων, und φοξὰ [[κυρίως]] εἰσὶ τὰ πυριῤῥαγῆ ὄστρακα, worin die Ableitung von [[ὀξύς]] richtig ist, die Erkl. des φ aber falsch, welches wahrscheinlich nur die Aspiration vertritt (vgl. [[φολκός]]); Buttm. Lexil. I p. 244 leitet es, weil [[ὀξύς]] keine Spur des Digamma zeigt, von [[φώγω]] her, welches eigtl. einen Fehler eines irdenen Gefäßes bezeichne, das dem Feuer zu sehr ausgesetzt gewesen ist und sich geworfen hat, statt rund, etwas spitz geworden ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] [[spitz]], [[spitzig]], [[zugespitzt]], Il. 2, 219, wo es von Thersites heißt φοξὸς ἔην κεφαλήν, er war spitzköpfig. Nach den Schol. (vgl. auch Ath. XI, 480 c) εἴρηται ἀπὸ τῶν κεραμικῶν ἀγγείων τῶν ἐν τῇ καμίνῳ ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀπωξυμμένων, und φοξὰ [[κυρίως]] εἰσὶ τὰ πυριῤῥαγῆ ὄστρακα, worin die Ableitung von [[ὀξύς]] richtig ist, die Erkl. des φ aber falsch, welches wahrscheinlich nur die Aspiration vertritt (vgl. [[φολκός]]); Buttm. Lexil. I p. 244 leitet es, weil [[ὀξύς]] keine Spur des Digamma zeigt, von [[φώγω]] her, welches eigtl. einen Fehler eines irdenen Gefäßes bezeichne, das dem Feuer zu sehr ausgesetzt gewesen ist und sich geworfen hat, statt rund, etwas spitz geworden ist.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[aigu]] : τὴν κεφαλήν IL [[qui a la tête pointue]].<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue.
}}
{{elru
|elrutext='''φοξός:''' [[заостренный]], [[острый]]: φ. τὴν κεφαλήν Hom. с заостренной формой головы, с клиновидной головой.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br />[[μυτερός]], [[σουβλερός]] («αὐτὰρ [[ὕπερθεν]] φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ [[Θερσίτης]]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το [[επίθημα]] -σός της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> [[καμψός]], [[λοξός]], [[φριξός]]). Η [[σύνδεση]] με τη λ. [[φάγρος]] (Ι) «[[ακόνη]]» δεν θεωρείται πιθανή. Προβλήματα έχει γεννήσει, εξάλλου, και η σημ. του επιθ. λόγω του ότι, [[εκτός]] από την κύρια σημ. «[[μυτερός]], [[σουβλερός]]», το επίθ. αναφέρεται σε [[σχόλιο]] του στίχου Β 219 της Ιλιάδας με το [[ερμήνευμα]] φοξὰ [[κυρίως]] εἰσὶ τὰ πυρορραγῆ ὄστρακα, φλοξά τινα [[ὄντα]]. Ωστόσο, [[είναι]] πιθανό ότι ο τ. [[φοξός]] στο [[χωρίο]] αυτό [[πρέπει]] να διορθωθεί σε φωξός (<span style="color: red;"><</span> [[φώγω]] «[[ψήνω]], [[ξεροψήνω]]»)].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φοξός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, «σουρλωτός», ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Θερσίτου, φοξὸς ἔην κεφαλήν, [[ὀξυκέφαλος]], ἔχων κεφαλὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν, Ἰλ. Β. 219, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 10. 8, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Foës. Oec. εἰς Ἱππ. ἴδε [[ὀξυκέφαλος]], [[σχινοκέφαλος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως διαμένει [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Κούρτ. ἀποδοκιμάζει τὴν παλαιὰν παραγωγὴν ἐκ τοῦ [[ὀξύς]]· ἀλλὰ καὶ ἡ [[δόξα]] [[αὐτοῦ]] ὅτι ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[φώγω]], ὡς εἰ τὸ φοξὸς ἐσήμαινε τὸν πεφωγμένον εἰς ὀξὺ [[σημεῖον]], [[εἶναι]] βεβιασμένη.)
|lstext='''φοξός''': -ή, -όν, ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, «σουρλωτός», ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Θερσίτου, φοξὸς ἔην κεφαλήν, [[ὀξυκέφαλος]], ἔχων κεφαλὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν, Ἰλ. Β. 219, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 10. 8, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Foës. Oec. εἰς Ἱππ. ἴδε [[ὀξυκέφαλος]], [[σχινοκέφαλος]]. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως διαμένει [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Κούρτ. ἀποδοκιμάζει τὴν παλαιὰν παραγωγὴν ἐκ τοῦ [[ὀξύς]]· ἀλλὰ καὶ ἡ [[δόξα]] [[αὐτοῦ]] ὅτι ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ [[φώγω]], ὡς εἰ τὸ φοξὸς ἐσήμαινε τὸν πεφωγμένον εἰς ὀξὺ [[σημεῖον]], [[εἶναι]] βεβιασμένη.)
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />aigu : τὴν κεφαλήν IL qui a la tête pointue.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[sharp]]-[[pointed]], of a [[head]] [[low]] in [[front]], [[sharp]] [[behind]], a sugar-[[loaf]] [[head]], Il. 2.219†.
|auten=[[sharp]]-[[pointed]], of a [[head]] [[low]] in [[front]], [[sharp]] [[behind]], a sugar-[[loaf]] [[head]], Il. 2.219†.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ<br />[[μυτερός]], [[σουβλερός]] («αὐτὰρ [[ὕπερθεν]] φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ [[Θερσίτης]]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το [[επίθημα]] -<i>σός</i> της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> [[καμψός]], [[λοξός]], [[φριξός]]). Η [[σύνδεση]] με τη λ. [[φάγρος]] (Ι) «[[ακόνη]]» δεν θεωρείται πιθανή. Προβλήματα έχει γεννήσει, εξάλλου, και η σημ. του επιθ. λόγω του ότι, [[εκτός]] από την κύρια σημ. «[[μυτερός]], [[σουβλερός]]», το επίθ. αναφέρεται σε [[σχόλιο]] του στίχου Β 219 της <i>Ιλιάδας</i> με το [[ερμήνευμα]] <i>φοξὰ [[κυρίως]] εἰσὶ τὰ πυρορραγῆ ὄστρακα</i>, <i>φλοξά τινα [[ὄντα]]. Ωστόσο, [[είναι]] πιθανό ότι ο τ. [[φοξός]] στο [[χωρίο]] αυτό [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>φωξός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φώγω]] «[[ψήνω]], [[ξεροψήνω]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φοξός:''' -ή, -όν, [[αιχμηρός]], επίθ. του Θερσίτη, <i>φοξὸς κεφαλήν</i>, με μυτερό [[κεφάλι]], αυτός που έχει [[κεφάλι]] σαν κώνο [[ζάχαρης]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''φοξός:''' -ή, -όν, [[αιχμηρός]], επίθ. του Θερσίτη, <i>φοξὸς κεφαλήν</i>, με μυτερό [[κεφάλι]], αυτός που έχει [[κεφάλι]] σαν κώνο [[ζάχαρης]], σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''φοξός:''' заостренный, острый: φ. τὴν κεφαλήν Hom. с заостренной формой головы, с клиновидной головой.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φοξός]], ή, όν<br />[[pointed]], epith. of [[Thersites]], φοξὸς κεφαλήν peaked in [[head]], having a sugar-[[loaf]] [[head]], Il. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=[[φοξός]], ή, όν<br />[[pointed]], [[epithet]] of [[Thersites]], φοξὸς κεφαλήν peaked in [[head]], having a sugar-[[loaf]] [[head]], Il. [deriv. uncertain]
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φοξός''': {phoksós}<br />'''Meaning''': [[spitz]], [[zugespitzt]] (Β 219 vom Kopf des Thersites, Arist., ''AP'' u.a.)<br />'''Derivative''': mit [[φοξότης]] f. [[spitzige Form]] (Gal.), -ῖνος m. N. eines unbek. Fisches (Arist., auch Mnesim., wo φυξ- geschr., wahrscheinlich in Anlehnung an [[φύξις]], φυγεῖν, s. Strömberg Fischn. 41); [[φοξίχειλος]] ([[κύλιξ]]) [[mit zugespitztem Rand]], d.h. [[sich nach oben verengend]] (Semon.; φοξι- nach dem verbalen -ξι-).<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[λοξός]], [[καμψός]] usw., ohne sichere Etymologie. Von Lidén Armen. Stud. 59 f. (m. älterer Lit.) zu [[φάγρος]] [[Wetzstein]] gezogen. Pelasgische Etymologie (zu [[πεύκη]] usw. mit Merlingen) bei v. Windekens Studi Micenei 2, 110ff. Frühere Versuche auch bei Bq.<br />'''Page''' 2,1036
|ftr='''φοξός''': {phoksós}<br />'''Meaning''': [[spitz]], [[zugespitzt]] (Β 219 vom Kopf des Thersites, Arist., ''AP'' u.a.)<br />'''Derivative''': mit [[φοξότης]] f. [[spitzige Form]] (Gal.), -ῖνος m. N. eines unbek. Fisches (Arist., auch Mnesim., wo φυξ- geschr., wahrscheinlich in Anlehnung an [[φύξις]], φυγεῖν, s. Strömberg Fischn. 41); [[φοξίχειλος]] ([[κύλιξ]]) [[mit zugespitztem Rand]], d.h. [[sich nach oben verengend]] (Semon.; φοξι- nach dem verbalen -ξι-).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[λοξός]], [[καμψός]] usw., ohne sichere Etymologie. Von Lidén Armen. Stud. 59 f. (m. älterer Lit.) zu [[φάγρος]] [[Wetzstein]] gezogen. Pelasgische Etymologie (zu [[πεύκη]] usw. mit Merlingen) bei v. Windekens Studi Micenei 2, 110ff. Frühere Versuche auch bei Bq.<br />'''Page''' 2,1036
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοξός Medium diacritics: φοξός Low diacritics: φοξός Capitals: ΦΟΞΟΣ
Transliteration A: phoxós Transliteration B: phoxos Transliteration C: foksos Beta Code: foco/s

English (LSJ)

φοξή, φοξόν, pointed, φοξὸς ἔην κεφαλήν he was peaked in the head, had a sugar-loaf head, Il.2.219, cf. Hp.Epid.6.1.2, Arist. Phgn.812a8, AP10.8 (Arch.), Sor.1.102, Gal.UP9.17; [κύλικες] φοξαὶ τὸ χεῖλος (cf. φοξίχειλος) Ath.11.480d.

German (Pape)

[Seite 1298] spitz, spitzig, zugespitzt, Il. 2, 219, wo es von Thersites heißt φοξὸς ἔην κεφαλήν, er war spitzköpfig. Nach den Schol. (vgl. auch Ath. XI, 480 c) εἴρηται ἀπὸ τῶν κεραμικῶν ἀγγείων τῶν ἐν τῇ καμίνῳ ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀπωξυμμένων, und φοξὰ κυρίως εἰσὶ τὰ πυριῤῥαγῆ ὄστρακα, worin die Ableitung von ὀξύς richtig ist, die Erkl. des φ aber falsch, welches wahrscheinlich nur die Aspiration vertritt (vgl. φολκός); Buttm. Lexil. I p. 244 leitet es, weil ὀξύς keine Spur des Digamma zeigt, von φώγω her, welches eigtl. einen Fehler eines irdenen Gefäßes bezeichne, das dem Feuer zu sehr ausgesetzt gewesen ist und sich geworfen hat, statt rund, etwas spitz geworden ist.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
aigu : τὴν κεφαλήν IL qui a la tête pointue.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

φοξός: заостренный, острый: φ. τὴν κεφαλήν Hom. с заостренной формой головы, с клиновидной головой.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ
μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα -σός της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι) «ακόνη» δεν θεωρείται πιθανή. Προβλήματα έχει γεννήσει, εξάλλου, και η σημ. του επιθ. λόγω του ότι, εκτός από την κύρια σημ. «μυτερός, σουβλερός», το επίθ. αναφέρεται σε σχόλιο του στίχου Β 219 της Ιλιάδας με το ερμήνευμα φοξὰ κυρίως εἰσὶ τὰ πυρορραγῆ ὄστρακα, φλοξά τινα ὄντα. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι ο τ. φοξός στο χωρίο αυτό πρέπει να διορθωθεί σε φωξός (< φώγω «ψήνω, ξεροψήνω»)].

Greek (Liddell-Scott)

φοξός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, «σουρλωτός», ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Θερσίτου, φοξὸς ἔην κεφαλήν, ὀξυκέφαλος, ἔχων κεφαλὴν εἰς ὀξὺ λήγουσαν, Ἰλ. Β. 219, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 10. 8, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 31, Foës. Oec. εἰς Ἱππ. ἴδε ὀξυκέφαλος, σχινοκέφαλος. (Ἡ ἀρχὴ τῆς λέξεως διαμένει ἀμφίβολος. Ὁ Κούρτ. ἀποδοκιμάζει τὴν παλαιὰν παραγωγὴν ἐκ τοῦ ὀξύς· ἀλλὰ καὶ ἡ δόξα αὐτοῦ ὅτι ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ φώγω, ὡς εἰ τὸ φοξὸς ἐσήμαινε τὸν πεφωγμένον εἰς ὀξὺ σημεῖον, εἶναι βεβιασμένη.)

English (Autenrieth)

sharp-pointed, of a head low in front, sharp behind, a sugar-loaf head, Il. 2.219†.

Greek Monotonic

φοξός: -ή, -όν, αιχμηρός, επίθ. του Θερσίτη, φοξὸς κεφαλήν, με μυτερό κεφάλι, αυτός που έχει κεφάλι σαν κώνο ζάχαρης, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Middle Liddell

φοξός, ή, όν
pointed, epithet of Thersites, φοξὸς κεφαλήν peaked in head, having a sugar-loaf head, Il. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

φοξός: {phoksós}
Meaning: spitz, zugespitzt (Β 219 vom Kopf des Thersites, Arist., AP u.a.)
Derivative: mit φοξότης f. spitzige Form (Gal.), -ῖνος m. N. eines unbek. Fisches (Arist., auch Mnesim., wo φυξ- geschr., wahrscheinlich in Anlehnung an φύξις, φυγεῖν, s. Strömberg Fischn. 41); φοξίχειλος (κύλιξ) mit zugespitztem Rand, d.h. sich nach oben verengend (Semon.; φοξι- nach dem verbalen -ξι-).
Etymology: Bildung wie λοξός, καμψός usw., ohne sichere Etymologie. Von Lidén Armen. Stud. 59 f. (m. älterer Lit.) zu φάγρος Wetzstein gezogen. Pelasgische Etymologie (zu πεύκη usw. mit Merlingen) bei v. Windekens Studi Micenei 2, 110ff. Frühere Versuche auch bei Bq.
Page 2,1036