παλιμβάκχειος: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(30) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palimvakcheios | |Transliteration C=palimvakcheios | ||
|Beta Code=palimba/kxeios | |Beta Code=palimba/kxeios | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[palimbacchius]], a [[reverse]]d [[Bacchius]] ([[Βάκχειος]]), [[antibacchius]], [[antibacchus]], [[reversed Bacchius]], Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. [[παλιμβακχειακός|πᾰλιμβακχειᾰκός]], ή, όν, Heph.13.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και | |mltxt=ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ [[παλιβάκχειος]] και [[παλιμβακχεῖος]])<br />[[μετρικός]] [[πους]] που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία [[συλλαβή]] (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[βάκχειος]] / [[βακχεῖος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰλιμβάκχειος:''' ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, palimbacchius, a reversed Bacchius (Βάκχειος), antibacchius, antibacchus, reversed Bacchius, Heph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμβακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.
German (Pape)
[Seite 448] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.
Greek Monolingual
ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῖος)
μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος].
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιμβάκχειος: ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒).