ὑποσκάπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yposkapto
|Transliteration C=yposkapto
|Beta Code=u(poska/ptw
|Beta Code=u(poska/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dig under, dig about</b>, τὰς συκᾶς <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>2.7.5</span>: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. <b class="b2">undermine</b>, Eratosth. ap. <span class="bibl">Ath.13.588a</span>; <b class="b3">ὑ. μακρὰ ἅλματα</b> <b class="b2">mark</b> a long leap, <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>5.20</span>.</span>
|Definition=[[dig under]], [[dig about]], τὰς συκᾶς [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. [[undermine]], Eratosth. ap. Ath.13.588a; <b class="b3">ὑ. μακρὰ ἅλματα</b> [[mark]] a long leap, Pi.''N.''5.20.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[ouvrir une carrière]];<br /><b>2</b> [[creuser en dessous]], [[miner]], [[saper]];<br /><b>3</b> [[fouiller le sol pour façonner]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[untergraben]], von [[unten]] [[aufgraben]]</i>, Theophr.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποσκάπτω:''' [[рыть внизу]]: ὑ. μακρὰ ἅλματα Pind. отмечать ямками длинные прыжки (на состязаниях).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[σκάπτω]] ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ [[ὑποκονίω]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]] [[αὐτοῦ]] [[ὅπως]] τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, [[αὐτόθεν]] ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
|lstext='''ὑποσκάπτω''': μέλλ. -ψω, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]], [[σκάπτω]] ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ [[ὑποκονίω]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, [[σκάπτω]] [[ὑποκάτω]] [[αὐτοῦ]] [[ὅπως]] τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, [[αὐτόθεν]] ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. [[σκάπτω]] ΙΙ. 3, βατὴρ 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> ouvrir une carrière;<br /><b>2</b> creuser en dessous, miner, saper;<br /><b>3</b> fouiller le sol pour façonner.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[σκάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''ὑποσκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] από [[κάτω]], [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, [[μαρκάρω]], [[σημαδεύω]], [[σημειώνω]] ένα μακρύ [[άλμα]], [[πήδημα]] με [[μία]] [[γραμμή]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ὑποσκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] από [[κάτω]], [[ὑποσκάπτω]] μακρὰ ἅλματα, [[μαρκάρω]], [[σημαδεύω]], [[σημειώνω]] ένα μακρύ [[άλμα]], [[πήδημα]] με [[μία]] [[γραμμή]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ὑποσκάπτω:''' рыть внизу: ὑ. μακρὰ ἅλματα Pind. отмечать ямками длинные прыжки (на состязаниях).
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to [[mark]] a [[long]] [[leap]] by a [[line]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσκάπτω Medium diacritics: ὑποσκάπτω Low diacritics: υποσκάπτω Capitals: ΥΠΟΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: hyposkáptō Transliteration B: hyposkaptō Transliteration C: yposkapto Beta Code: u(poska/ptw

English (LSJ)

dig under, dig about, τὰς συκᾶς Thphr. HP 2.7.5: metaph., τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑ. undermine, Eratosth. ap. Ath.13.588a; ὑ. μακρὰ ἅλματα mark a long leap, Pi.N.5.20.

French (Bailly abrégé)

1 ouvrir une carrière;
2 creuser en dessous, miner, saper;
3 fouiller le sol pour façonner.
Étymologie: ὑπό, σκάπτω.

German (Pape)

untergraben, von unten aufgraben, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσκάπτω: рыть внизу: ὑ. μακρὰ ἅλματα Pind. отмечать ямками длинные прыжки (на состязаниях).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκάπτω: μέλλ. -ψω, σκάπτω ὑποκάτω, σκάπτω ὁλόγυρα περὶ τὴν ῥίζαν δένδρου, ὡς τὸ ὑποκονίω, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾶς ὑποσκάπτουσι Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7. 5· ὑπ. τὸν τοῖχον, σκάπτω ὑποκάτω αὐτοῦ ὅπως τὸν κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει τις Πινδ. Ν. 5. 37 (20)· πρβλ. σκάπτω ΙΙ. 3, βατὴρ 2.

Greek Monolingual

ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν σκάπτω
σκάβω αποκάτω
νεοελλ.
μτφ.
1. υπονομεύω
2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση του συναδέλφου του»)
αρχ.
1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά
2. σχηματίζω μικρές λακκούβες με τα πέλματά μου, καθώς βαδίζω.

Greek Monotonic

ὑποσκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω από κάτω, ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, μαρκάρω, σημαδεύω, σημειώνω ένα μακρύ άλμα, πήδημα με μία γραμμή, σε Πίνδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to dig under, ὑπ. μακρὰ ἅλματα to mark a long leap by a line, Pind.