πύανος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyanos
|Transliteration C=pyanos
|Beta Code=pu/anos
|Beta Code=pu/anos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ὁ</b>,= <b class="b3">ὁλόπυρος</b>, <span class="bibl">Heliod.Hist.3</span>, cf. <span class="bibl">Poll.6.61</span>; but Lacon. πούανοι, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κύαμοι ἑφθοί]], Hsch.; neut. pl. πύανα, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.113</span> (one cod.); cf.sq.</span>
|Definition=[ῠ], ὁ, = [[ὁλόπυρος]], Heliod.Hist.3, cf. Poll.6.61; but Lacon. πούανοι, = [[κύαμοι ἑφθοί]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; neut. pl. πύανα, Hp.''Mul.''2.113 (one cod.); cf. [[Πυανόψια]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />fève, <i>fruit</i> ; gros grain d'orge mondé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύανος]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[πύανον]].
}}
{{elru
|elrutext='''πύᾰνος:''' ὁ = [[κύαμος]] (ср. [[Πυανέψια]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πύᾰνος''': ὁ, παλαιοτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. [[ὁλόπυρος]], Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. [[Πυανέψια]]· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.
|lstext='''πύᾰνος''': ὁ, παλαιοτέρα [[λέξις]] ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. [[ὁλόπυρος]], Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. [[Πυανέψια]]· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου () :<br />fève, <i>fruit</i> ; gros grain d’orge mondé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κύανος]].
|mltxt=και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α<br /><b>1.</b> [[έδεσμα]] από βρασμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πύανοι</i><br />οι κύαμοι, τα [[κουκιά]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πούαμος<br />κύαμοι ἑφθοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[κύαμος]], [[χωρίς]] όμως να [[είναι]] δυνατόν να καθοριστεί η [[ακριβής]] ετυμολογική τους [[σχέση]]. Κατά μία [[άποψη]], [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί [[ένας]] [[αμάρτυρος]] τ. <i>πύαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>pu</i>-/ <i>peu</i>-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. [[πύανος]] και [[κύαμος]] με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πύᾰνος:''' ὁ, [[κουκί]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[κύαμος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πύᾰνος, ὁ,<br />a [[kind]] of [[bean]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''πύανος''': {púanos}<br />'''See also''': s. [[κύαμος]].<br />'''Page''' 2,618
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύᾰνος Medium diacritics: πύανος Low diacritics: πύανος Capitals: ΠΥΑΝΟΣ
Transliteration A: pýanos Transliteration B: pyanos Transliteration C: pyanos Beta Code: pu/anos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, = ὁλόπυρος, Heliod.Hist.3, cf. Poll.6.61; but Lacon. πούανοι, = κύαμοι ἑφθοί, Hsch.; neut. pl. πύανα, Hp.Mul.2.113 (one cod.); cf. Πυανόψια.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fève, fruit ; gros grain d'orge mondé.
Étymologie: DELG κύανος.

German (Pape)

ὁ, = πύανον.

Russian (Dvoretsky)

πύᾰνος: ὁ = κύαμος (ср. Πυανέψια).

Greek (Liddell-Scott)

πύᾰνος: ὁ, παλαιοτέρα λέξις ἀντὶ τῆς μεταγεναστ. ὁλόπυρος, Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C, Πολυδ. Ϛ΄, 61· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει τὸ λακων. -πούανος διὰ τοῦ κύαμοι ἑφθοί, ἴδε ἐν λέξ. Πυανέψια· πρβλ. Εὐστ. 1283. 10, Φώτ.

Greek Monolingual

και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α
1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι
2. στον πληθ. οἱ πύανοι
οι κύαμοι, τα κουκιά
3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος
κύαμοι ἑφθοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν να καθοριστεί η ακριβής ετυμολογική τους σχέση. Κατά μία άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ένας αμάρτυρος τ. πύαμος (< ΙΕ ρίζα pu-/ peu-, ηχομιμητικός τ. που αποδίδει τον ήχο του φαγητού που βράζει), απ' όπου και προήλθαν οι τ. πύανος και κύαμος με διαφορετικού είδους ανομοιώσεις].

Greek Monotonic

πύᾰνος: ὁ, κουκί.

Frisk Etymological English

See also: s. κύαμος.

Middle Liddell

πύᾰνος, ὁ,
a kind of bean.

Frisk Etymology German

πύανος: {púanos}
See also: s. κύαμος.
Page 2,618