προσκλητικός: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosklitikos
|Transliteration C=prosklitikos
|Beta Code=prosklhtiko/s
|Beta Code=prosklhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[calling]], [[addressing]], φωνή Plu.2.354d; <b class="b3">π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος</b> [[that calls men to it]], <span class="bibl">Ph.2.496</span>.</span>
|Definition=προσκλητική, προσκλητικόν, [[calling]], [[addressing]], φωνή Plu.2.354d; <b class="b3">π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος</b> [[that calls men to it]], Ph.2.496.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, [[φωνή]], Plut. de Is. et Osir. 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0769.png Seite 769]] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, [[φωνή]], Plut. de Is. et Osir. 9.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[qui sert à appeler]], [[qui appelle]].<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσκλητικός:''' [[зовущий]], [[призывный]] ([[φωνή]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκλητικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.
|lstext='''προσκλητικός''': -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à appeler, qui appelle.<br />'''Étymologie:''' [[προσκαλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[προσκαλῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> αυτός με τον οποίο προσκαλείται [[κάποιος]], αυτός που χρησιμεύει για [[πρόσκληση]]<br /><b>3.</b> [[προκλητικός]], [[σαγηνευτικός]] («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ [[κάλλος]]», Φίλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''προσκλητικός:''' зовущий, призывный ([[φωνή]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκλητικός Medium diacritics: προσκλητικός Low diacritics: προσκλητικός Capitals: ΠΡΟΣΚΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosklētikós Transliteration B: prosklētikos Transliteration C: prosklitikos Beta Code: prosklhtiko/s

English (LSJ)

προσκλητική, προσκλητικόν, calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.

German (Pape)

[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.

Russian (Dvoretsky)

προσκλητικός: зовущий, призывный (φωνή Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσκαλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).