ἑτερόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόνLibya always bears something new

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterofron
|Transliteration C=eterofron
|Beta Code=e(tero/frwn
|Beta Code=e(tero/frwn
|Definition=ον, gen. ονος, [[thinking strangely]], [[raving]], <span class="bibl">Tryph.439</span>; λύσσα <span class="title">AP</span>1.19 (Claudian.), cf. <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>9.49</span>.
|Definition=ἑτερόφρον, gen. ονος, [[thinking strangely]], [[raving]], Tryph.439; λύσσα ''AP''1.19 (Claudian.), cf. [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 9.49.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est en démence.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui est en démence]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[φρήν]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον (ΑΜ [[ἑτερόφρων]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει [[άλλη]] [[γνώμη]], ο [[ασύμφωνος]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτικά ζητήματα) [[αλλόθρησκος]], [[αλλόδοξος]], [[αλλόπιστος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο [[αλλόφρων]], ο μαινόμενος<br /><b>2.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) [[παράξενος]], [[αλλιώτικος]] («ἑτερόφρονι κύματι», <b>Νόνν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροφρόνως</i><br />με διαφορετική [[γνώμη]], ετερόδοξα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φρεν</i>- του [[φρην]], [[πρβλ]]. [[άφρων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόφρων Medium diacritics: ἑτερόφρων Low diacritics: ετερόφρων Capitals: ΕΤΕΡΟΦΡΩΝ
Transliteration A: heteróphrōn Transliteration B: heterophrōn Transliteration C: eterofron Beta Code: e(tero/frwn

English (LSJ)

ἑτερόφρον, gen. ονος, thinking strangely, raving, Tryph.439; λύσσα AP1.19 (Claudian.), cf. Nonn. D. 9.49.

German (Pape)

[Seite 1051] ον, anders gesinnt, uneinig, sp. D., wie παλμός Nonn. D. 10, 36; λύσσα Claudian. ep. (I, 191; κούρη, wahnsinnig, Tryph. 437; – von den Ketzern, K. S.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui est en démence.
Étymologie: ἕτερος, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόφρων: 2, gen. ονος помешавшийся, безумный (λύσσα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόφρων: -ον, (φρήν) φρονῶν κατὰ τρόπον ἕτερον, ἑτερόδοξος, Δίδυμ. Ἀλ. 808Α, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρος 1. σ. 135Ε. ΙΙ. παραδόξως σκεπτόμενος, μαινόμενος, ἐμμανής, ἑτερόφρονα κούρην Τρυφιόδ. 439· ἑτερόφρονα λύσσαν Ἀνθ. Π. 1. 19.

Greek Monolingual

-ον (ΑΜ ἑτερόφρων, -ον)
1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος
2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος
2. (για φυσικά φαινόμενα) παράξενος, αλλιώτικος («ἑτερόφρονι κύματι», Νόνν.).
επίρρ...
ετεροφρόνως
με διαφορετική γνώμη, ετερόδοξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φρων < θ. φρεν- του φρην, πρβλ. άφρων].

Greek Monotonic

ἑτερόφρων: -ον (φρήν), αυτός που του έχει γυρίσει το μυαλό, ετερόδοξος, μαινόμενος, τρελός, παράφρονας, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρήν
of other mind, raving, Anth.