σχετήριον: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schetirion | |Transliteration C=schetirion | ||
|Beta Code=sxeth/rion | |Beta Code=sxeth/rion | ||
|Definition=τό, [[check]], [[remedy]], [[λιμοῦ]] [[against]] [[hunger]], | |Definition=τό, [[check]], [[remedy]], [[λιμοῦ]] [[against]] [[hunger]], E.''Cyc.''135; [[astringent]], Orib.9.43.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:24, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, check, remedy, λιμοῦ against hunger, E.Cyc.135; astringent, Orib.9.43.11.
German (Pape)
[Seite 1054] τό, das, was hält, abhält, hindert, λιμοῦ Eur. Cycl. 135.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
moyen d'arrêter, de calmer, remède contre, gén..
Étymologie: σχεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχετήριον -ου, τό [ἔχω] middel (tegen iets):. λιμοῦ σχετήριον = middel tegen honger Eur. Cycl. 135.
Russian (Dvoretsky)
σχετήριον: τό способ унять, задерживающее средство: λιμοῦ σ. Eur. средство утолить голод.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.)
2. είδος στυπτικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα -τήριον (πρβλ. βουλευτήριον). Για τη σημ. του τ. βλ. λ. σχετέος.
Greek Monotonic
σχετήριον: τό (σχεῖν), μέσο αναχαίτισης, θεραπεία, αντίδοτο, λιμοῦ, λέγεται για την πείνα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
σχετήριον: τό, τὸ μέσον δι’ οὗ ἀναχαιτίζεταί τι, θεραπεία, ἀντιφάρμακον, ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον, εὐχάριστον ἀντιφάρμακον κατὰ τῆς πείνης, Εὐρ. Κύκλ. 135.
Middle Liddell
σχετήριον, ου, τό, σχεῖν
a check, remedy, λιμοῦ against hunger, Eur.
Translations
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde