τρικόρωνος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trikoronos | |Transliteration C=trikoronos | ||
|Beta Code=triko/rwnos | |Beta Code=triko/rwnos | ||
|Definition= | |Definition=τρικόρωνον, [[thrice a crow's age]], AP11.69 (Lucill.), Alciphr.1.28, ''AP''5.288 (Agath.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui vit trois fois l'âge d'une corneille]].<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κορώνη]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>drei [[Krähen]] alt, so alt wie drei [[Krähen]]</i>, d.i. <i>sehr alt</i>; [[γραῦς]] Agath. 7 (V.289); Lucill. 32 (XI.69); vgl. Alciphr. 1.28. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐκόρωνος:''' проживший три вороньих века, т. е. очень старый ([[γραῦς]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐκόρωνος''': -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ [[τρίκουρος]]. | |lstext='''τρῐκόρωνος''': -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ [[τρίκουρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ [[γέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόρωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] «[[κουρούνα]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ [[γέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόρωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] «[[κουρούνα]]»), [[πρβλ]]. [[τετραχόρωνος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῐκόρωνος:''' -ον ([[κορώνη]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. [[πολύ]] γέρος, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐ-κόρωνος, ον, [[κορώνη]]<br />[[thrice]] a [[crow]]'s age, Anth. | |mdlsjtxt=τρῐ-κόρωνος, ον, [[κορώνη]]<br />[[thrice]] a [[crow]]'s age, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
τρικόρωνον, thrice a crow's age, AP11.69 (Lucill.), Alciphr.1.28, AP5.288 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit trois fois l'âge d'une corneille.
Étymologie: τρεῖς, κορώνη.
German (Pape)
drei Krähen alt, so alt wie drei Krähen, d.i. sehr alt; γραῦς Agath. 7 (V.289); Lucill. 32 (XI.69); vgl. Alciphr. 1.28.
Russian (Dvoretsky)
τρῐκόρωνος: проживший три вороньих века, т. е. очень старый (γραῦς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκόρωνος: -ον, ὁ ἔχων ἡλικίαν τριπλασίαν τῆς ἡλικίας κορώνης, ὑπεργήρως, Ἀνθ. Π. 5. 289., 11. 69, καὶ οὕτω διορθοῦται παρὰ τῷ Ἀλκίφρονι 1. 28 ἀντὶ τρίκουρος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της κουρούνας, ο πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρωνος (< κορώνη «κουρούνα»), πρβλ. τετραχόρωνος].
Greek Monotonic
τρῐκόρωνος: -ον (κορώνη), αυτός που έχει ηλικία τριπλάσια της ηλικίας του κόρακα, που είναι δηλ. πολύ γέρος, σε Ανθ.