περιπευκής: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(Autenrieth)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peripefkis
|Transliteration C=peripefkis
|Beta Code=peripeukh/s
|Beta Code=peripeukh/s
|Definition=ές, (πεύκη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very sharp, keen</b>, or <b class="b2">painful</b>, βέλος <span class="bibl">Il.11.845</span>.</span>
|Definition=περιπευκές, ([[πεύκη]]) [[very sharp]], [[keen]], or [[painful]], βέλος Il.11.845.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, sehr herb, schmerzhaft, [[βέλος]], Il. 11, 845.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, sehr herb, schmerzhaft, [[βέλος]], Il. 11, 845.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
|btext=ής, ές :<br />[[très amer]], [[qui cause une grande douleur]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
}}
{{elnl
|elnltext=περιπευκής -ές &#91;[[περί]], [[πεύκη]]] [[zeer pijnlijk]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br />très amer, qui cause une grande douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
|elrutext='''περιπευκής:''' [[больно ранящий]], [[причиняющий мучение]] ([[βέλος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές: [[very]] [[sharp]], Il. 11.845†.
|auten=ές: [[very]] [[sharp]], Il. 11.845†.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] υπερβολικά [[πικρός]]<br /><b>2.</b> ο εξαιρετικά [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] εξαιρετικά [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πευκής]] (<span style="color: red;"><</span> [[πεύκη]]), [[πρβλ]]. [[εχεπευκής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπευκής:''' -ές ([[πεύκη]]), [[πολύ]] [[απότομος]], [[οξύς]] ή αυτός που προξενεί πόνο, [[οδυνηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[πευκής]], ές [[πεύκη]]<br />[[very]] [[sharp]], [[keen]] or [[painful]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπευκής Medium diacritics: περιπευκής Low diacritics: περιπευκής Capitals: ΠΕΡΙΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: peripeukḗs Transliteration B: peripeukēs Transliteration C: peripefkis Beta Code: peripeukh/s

English (LSJ)

περιπευκές, (πεύκη) very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.

German (Pape)

[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.

Russian (Dvoretsky)

περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).

English (Autenrieth)

ές: very sharp, Il. 11.845†.

Greek Monolingual

-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχεπευκής].

Greek Monotonic

περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».

Middle Liddell

περι-πευκής, ές πεύκη
very sharp, keen or painful, Il.