σχισμός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=schismos | |Transliteration C=schismos | ||
|Beta Code=sxismo/s | |Beta Code=sxismo/s | ||
|Definition=ὁ, [[cleaving]], | |Definition=ὁ, [[cleaving]], A.''Ag.''1149, ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''3.3.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:48, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.
German (Pape)
[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.
Russian (Dvoretsky)
σχισμός: ὁ раскалывание, разрыв (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει δορί Aesch. гибель от обоюдоострого топора.
Greek (Liddell-Scott)
σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
σχισμός: ὁ, ενέργεια, πράξη σχισίματος, σκίσιμο, κόμιψο, τομή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
σχισμός, οῦ, ὁ, σχίζω
a cleaving, Aesch.