μειαγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meiagogos
|Transliteration C=meiagogos
|Beta Code=meiagwgo/s
|Beta Code=meiagwgo/s
|Definition=ὁ<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span>, ὥσπερ μ. ἑστιῶν &lt;τὴν πόλιν&gt; <span class="bibl">Eup.116</span>.</span>
|Definition=ὁ<br><span class="bld">A</span>, ὥσπερ μ. ἑστιῶν Eup.116.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] der den φράτορες ein Opferthier darbringt, s. [[μεῖον]], Eupol. bei Harpocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0115.png Seite 115]] der den φράτορες ein Opferthier darbringt, s. [[μεῖον]], Eupol. bei Harpocr.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui offre la victime [[μεῖον]], pour la réception d'un enfant dans une confrérie.<br />'''Étymologie:''' [[μείων]], [[ἀγωγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μειᾰγωγός''': -όν, ([[μεῖον]], ἄγω) ὁ ἄγων τὸν πρὸς θυσίαν ἀμνὸν ([[μεῖον]], ὃ ἴδε) εἰς τοὺς φράτορας [[ὅπως]] ζυγισθῇ, [[ὥσπερ]] μ. ἱστάνων Εὔβουλ. ἐν «Δήμ.» 1 (ἴδε Meineke 5, σελ. 36)· - [[ἐντεῦθεν]] μειαγωγέω, ἄγω τὸν ἀμνὸν εἰς τοὺς φράτορας [[ὅπως]] ζυγισθῇ ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ μεταφορ., μ. τὴν τραγῳδίαν, [[ζυγίζω]] αὐτὴν ὡς ζυγίζουσι τοὺς ἀμνούς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 798· - μειαγωγία, ἡ, Σουΐδ.· [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ. «[[μεῖον]] καὶ [[μειαγωγός]]: Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ‘παρέστησε [[μεῖον]]’· θῦμά ἐστιν ὃ τοῖς φράτορσι παρεῖχον οἱ τοὺς παῖδας εἰσάγοντες εἰς τούτους. Ἐρατοσθένης δὲ ἐν τοῖς περὶ κωμῳδίας φησὶν [[οὕτως]] ‘νόμου ὄντος μὴ [[μεῖον]] εἰσάγειν ὡρισμένου τινός, ἐπισκώπτοντες [[μετὰ]] παιδιᾶς πάντα τὸν εἰσάγοντα, [[μεῖον]] ἔφασαν εἰσάγειν, [[ὅθεν]] τὸ μὲν [[ἱερεῖον]] [[μεῖον]] προσηγορεύθη, μειαγωγὸς δὲ ὁ εἰσάγων’. [[Ἀπολλόδωρος]] ἐν τοῖς περὶ θεῶν ‘οἱ φράτορες’, φησίν, ‘ἵνα μείζονας νέμωνται μερίδας, ἐφώνουν ἑστῶτες, ἱστάνειν [[δεῖν]], [[μεῖον]] γάρ ἐστι’.»
|lstext='''μειᾰγωγός''': -όν, ([[μεῖον]], ἄγω) ὁ ἄγων τὸν πρὸς θυσίαν ἀμνὸν ([[μεῖον]], ὃ ἴδε) εἰς τοὺς φράτορας [[ὅπως]] ζυγισθῇ, [[ὥσπερ]] μ. ἱστάνων Εὔβουλ. ἐν «Δήμ.» 1 (ἴδε Meineke 5, σελ. 36)· - [[ἐντεῦθεν]] μειαγωγέω, ἄγω τὸν ἀμνὸν εἰς τοὺς φράτορας [[ὅπως]] ζυγισθῇ ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ μεταφορ., μ. τὴν τραγῳδίαν, [[ζυγίζω]] αὐτὴν ὡς ζυγίζουσι τοὺς ἀμνούς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 798· - μειαγωγία, ἡ, Σουΐδ.· [[Κατὰ]] τὸν Ἁρποκρ. «[[μεῖον]] καὶ [[μειαγωγός]]: Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ‘παρέστησε [[μεῖον]]’· θῦμά ἐστιν ὃ τοῖς φράτορσι παρεῖχον οἱ τοὺς παῖδας εἰσάγοντες εἰς τούτους. Ἐρατοσθένης δὲ ἐν τοῖς περὶ κωμῳδίας φησὶν [[οὕτως]] ‘νόμου ὄντος μὴ [[μεῖον]] εἰσάγειν ὡρισμένου τινός, ἐπισκώπτοντες μετὰ παιδιᾶς πάντα τὸν εἰσάγοντα, [[μεῖον]] ἔφασαν εἰσάγειν, [[ὅθεν]] τὸ μὲν [[ἱερεῖον]] [[μεῖον]] προσηγορεύθη, μειαγωγὸς δὲ ὁ εἰσάγων’. [[Ἀπολλόδωρος]] ἐν τοῖς περὶ θεῶν ‘οἱ φράτορες’, φησίν, ‘ἵνα μείζονας νέμωνται μερίδας, ἐφώνουν ἑστῶτες, ἱστάνειν [[δεῖν]], [[μεῖον]] γάρ ἐστι’.»
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ός, όν :<br />qui offre la victime [[μεῖον]], pour la réception d’un enfant dans une confrérie.<br />'''Étymologie:''' [[μείων]], [[ἀγωγός]].
|mltxt=[[μειαγωγός]], -όν (Α)<br />αυτός που οδηγούσε το [[αρνί]], που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεῖον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]] που θυσιαζόταν στη [[γιορτή]] τών Απατουρίων» <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] ([[πρβλ]]. [[παιδαγωγός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μειᾰγωγός:''' -όν ([[μεῖον]], [[ἄγω]]), [[φέρνω]] για [[ζύγισμα]] το [[πρόβατο]] ([[μεῖον]]) που προορίζεται για [[θυσία]], σε Εύπολ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μει-ᾰγωγός, όν [[μεῖον]], ἄγω]<br />[[bringing]] the [[sacrificial]] [[lamb]] ([[μεῖον]]) to be weighed, Eupol.
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειᾰγωγός Medium diacritics: μειαγωγός Low diacritics: μειαγωγός Capitals: ΜΕΙΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: meiagōgós Transliteration B: meiagōgos Transliteration C: meiagogos Beta Code: meiagwgo/s

English (LSJ)


A, ὥσπερ μ. ἑστιῶν Eup.116.

German (Pape)

[Seite 115] der den φράτορες ein Opferthier darbringt, s. μεῖον, Eupol. bei Harpocr.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui offre la victime μεῖον, pour la réception d'un enfant dans une confrérie.
Étymologie: μείων, ἀγωγός.

Greek (Liddell-Scott)

μειᾰγωγός: -όν, (μεῖον, ἄγω) ὁ ἄγων τὸν πρὸς θυσίαν ἀμνὸν (μεῖον, ὃ ἴδε) εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ, ὥσπερ μ. ἱστάνων Εὔβουλ. ἐν «Δήμ.» 1 (ἴδε Meineke 5, σελ. 36)· - ἐντεῦθεν μειαγωγέω, ἄγω τὸν ἀμνὸν εἰς τοὺς φράτορας ὅπως ζυγισθῇ ἐνώπιον αὐτῶν, καὶ μεταφορ., μ. τὴν τραγῳδίαν, ζυγίζω αὐτὴν ὡς ζυγίζουσι τοὺς ἀμνούς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 798· - μειαγωγία, ἡ, Σουΐδ.· Κατὰ τὸν Ἁρποκρ. «μεῖον καὶ μειαγωγός: Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ‘παρέστησε μεῖον’· θῦμά ἐστιν ὃ τοῖς φράτορσι παρεῖχον οἱ τοὺς παῖδας εἰσάγοντες εἰς τούτους. Ἐρατοσθένης δὲ ἐν τοῖς περὶ κωμῳδίας φησὶν οὕτως ‘νόμου ὄντος μὴ μεῖον εἰσάγειν ὡρισμένου τινός, ἐπισκώπτοντες μετὰ παιδιᾶς πάντα τὸν εἰσάγοντα, μεῖον ἔφασαν εἰσάγειν, ὅθεν τὸ μὲν ἱερεῖον μεῖον προσηγορεύθη, μειαγωγὸς δὲ ὁ εἰσάγων’. Ἀπολλόδωρος ἐν τοῖς περὶ θεῶν ‘οἱ φράτορες’, φησίν, ‘ἵνα μείζονας νέμωνται μερίδας, ἐφώνουν ἑστῶτες, ἱστάνειν δεῖν, μεῖον γάρ ἐστι’.»

Greek Monolingual

μειαγωγός, -όν (Α)
αυτός που οδηγούσε το αρνί, που επρόκειτο να θυσιαστεί, στους φράτορες για να ζυγιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (ΙΙ) «πρόβατο που θυσιαζόταν στη γιορτή τών Απατουρίων» + ἀγωγός (πρβλ. παιδαγωγός)].

Greek Monotonic

μειᾰγωγός: -όν (μεῖον, ἄγω), φέρνω για ζύγισμα το πρόβατο (μεῖον) που προορίζεται για θυσία, σε Εύπολ.

Middle Liddell

μει-ᾰγωγός, όν μεῖον, ἄγω]
bringing the sacrificial lamb (μεῖον) to be weighed, Eupol.