λινοπόρος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=linoporos | |Transliteration C=linoporos | ||
|Beta Code=linopo/ros | |Beta Code=linopo/ros | ||
|Definition= | |Definition=λινοπόρον, [[sail-wafting]], αὖραι E.''IT''410 (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui pénètre dans les voiles <i>en parlant du vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], πορεύομαι. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=αὖραι, <i>durch die [[Segel]] streichende [[Winde]]</i>, Eur. <i>I.T</i>. 411. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνοπόρος:''' [[надувающий паруса]] (αὖραι Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνοπόρος''': -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410. | |lstext='''λῐνοπόρος''': -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λινοπόρος]], -ον (Α)<br />(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), | |mltxt=[[λινοπόρος]], -ον (Α)<br />(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), [[πρβλ]]. [[ακροπόρος]], [[οδοιπόρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ. | |lsmtext='''λῐνοπόρος:''' -ον, αυτός που φουσκώνει τα [[ιστία]] του πλοίου, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐνο-[[πόρος]], ον<br />[[sail]]-[[wafting]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
λινοπόρον, sail-wafting, αὖραι E.IT410 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pénètre dans les voiles en parlant du vent.
Étymologie: λίνον, πορεύομαι.
German (Pape)
αὖραι, durch die Segel streichende Winde, Eur. I.T. 411.
Russian (Dvoretsky)
λῐνοπόρος: надувающий паруса (αὖραι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοπόρος: -ον, ὁ τὰ ἱστία τοῦ πλοίου πληρῶν, «φουσκώνων», λινοπόροις αὔραις Εὐρ. Ι. Τ. 410.
Greek Monolingual
λινοπόρος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που φουσκώνει τα πανιά του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ακροπόρος, οδοιπόρος.
Greek Monotonic
λῐνοπόρος: -ον, αυτός που φουσκώνει τα ιστία του πλοίου, σε Ευρ.