Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἁπλός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aplos
|Transliteration C=aplos
|Beta Code=a(plo/s
|Beta Code=a(plo/s
|Definition=ή, όν, late form for [[ἁπλόος]], <span class="title">An.Ox.</span>2.331.
|Definition=ἁπλή, ἁπλόν, late form for [[ἁπλόος]], ''An.Ox.''2.331.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM ἁπλοῦς, -ῆ, -οῦν, Α κ. ἀπλόος -η, -ον)·)<br /><b>1.</b> [[μονός]]<br /><b>2.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ειλικρινής]], [[άδολος]], [[ευθύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύκολος]], ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], [[πλήρης]], [[απεριόριστος]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]], [[αμιγής]]<br /><b>3.</b> [[ανεύθυνος]], [[αναρμόδιος]]<br /><b>4.</b> [[γενικός]], [[αόριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο που προέρχεται από <i>sm</i> -<i>pl</i> -<i>o</i> -<i>s</i> (το αρχικό <i>α</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -, [[πρβλ]]. <i>ἅμα</i>, <i>εἷς</i>) και συνδέεται με το λατ. <i>simplus</i>, <i>simplex</i>. Το β' συνθ. της λ., του οποίου έμμεση [[μαρτυρία]] αποτελεί το ομηρ. [[απλοΐς]], απαντά ήδη στα ομηρ. [[διπλόος]], <i>διπλήν</i> κ.λπ. Είναι δύσκολο να εκληφθούν ως αρχικοί οι τ. [[απλός]], [[διπλός]], οι οποίοι μαρτυρούνται αργότερα, συνδεόμενοι με τα λατ. <i>simplus</i>, <i>duplus</i> (γοτθ. <i>tweifls</i> «[[αμφιβολία]]»), στους οποίους εμπεριέχεται [[ρίζα]] <i>pl</i>- που απαντά [[επίσης]] στα λατ. <i>simplex</i>, <i>plecto</i>, ελλ. [[πλέκω]] κ.λπ. Ο Kretschmer θεωρεί το -<i>πλοος</i> [[προϊόν]] παρετυμολογίας από το [[πλόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέω]], [[οπότε]] το -[[πλος]] θα εκληφθεί [[είτε]] ως [[ριζικό]] όνομα [[είτε]] ως παράγωγο ρήματος. Η αρχαία [[προέλευση]] της λ. θα μπορούσε να στηριχθεί στην Κρητική τοπική <i>διπλει</i>, <i>διπλη</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απλοϊκός]], [[απλότητα]], [[απλούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλοΐς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλουστεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλογραφία]], [[απλοελληνικός]], [[απλολογία]], [[απλοποιώ]]].
|mltxt=-ή, -ό (AM ἁπλοῦς, -ῆ, -οῦν, Α κ. ἀπλόος -η, -ον)·)<br /><b>1.</b> [[μονός]]<br /><b>2.</b> [[ανεπιτήδευτος]], [[απέριττος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ειλικρινής]], [[άδολος]], [[ευθύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύκολος]], ευκολονόητος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]], [[πλήρης]], [[απεριόριστος]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]], [[αμιγής]]<br /><b>3.</b> [[ανεύθυνος]], [[αναρμόδιος]]<br /><b>4.</b> [[γενικός]], [[αόριστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετο που προέρχεται από <i>sm</i> -<i>pl</i> -<i>o</i> -<i>s</i> (το αρχικό <i>α</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -, [[πρβλ]]. <i>ἅμα</i>, <i>εἷς</i>) και συνδέεται με το λατ. <i>simplus</i>, <i>simplex</i>. Το β' συνθ. της λ., του οποίου έμμεση [[μαρτυρία]] αποτελεί το ομηρ. [[απλοΐς]], απαντά ήδη στα ομηρ. [[διπλόος]], <i>διπλήν</i> κ.λπ. Είναι δύσκολο να εκληφθούν ως αρχικοί οι τ. [[απλός]], [[διπλός]], οι οποίοι μαρτυρούνται αργότερα, συνδεόμενοι με τα λατ. <i>simplus</i>, <i>duplus</i> (γοτθ. <i>tweifls</i> «[[αμφιβολία]]»), στους οποίους εμπεριέχεται [[ρίζα]] <i>pl</i>- που απαντά [[επίσης]] στα λατ. <i>simplex</i>, <i>plecto</i>, ελλ. [[πλέκω]] κ.λπ. Ο Kretschmer θεωρεί το -<i>πλοος</i> [[προϊόν]] παρετυμολογίας από το [[πλόος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέω]], [[οπότε]] το -[[πλος]] θα εκληφθεί [[είτε]] ως [[ριζικό]] όνομα [[είτε]] ως παράγωγο ρήματος. Η αρχαία [[προέλευση]] της λ. θα μπορούσε να στηριχθεί στην Κρητική τοπική <i>διπλει</i>, <i>διπλη</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[απλοϊκός]], [[απλότητα]], [[απλούς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απλοΐς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλουστεύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[απλοσχήμων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[απλογραφία]], [[απλοελληνικός]], [[απλολογία]], [[απλοποιώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλός Medium diacritics: ἁπλός Low diacritics: απλός Capitals: ΑΠΛΟΣ
Transliteration A: haplós Transliteration B: haplos Transliteration C: aplos Beta Code: a(plo/s

English (LSJ)

ἁπλή, ἁπλόν, late form for ἁπλόος, An.Ox.2.331.

Spanish (DGE)

v. ἁπλόος.

German (Pape)

[Seite 293] p. = ἁπλοῦς?

Russian (Dvoretsky)

ἁπλός: Anth. = ἁπλόος.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦς, ὡς καὶ νῦν παρὰ τῷ λαῷ, Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 2. σ. 331.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἁπλοῦς, -ῆ, -οῦν, Α κ. ἀπλόος -η, -ον)·)
1. μονός
2. ανεπιτήδευτος, απέριττος
3. (για πρόσωπα) ειλικρινής, άδολος, ευθύς
νεοελλ.
εύκολος, ευκολονόητος
αρχ.
1. απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος
2. καθαρός, αμιγής
3. ανεύθυνος, αναρμόδιος
4. γενικός, αόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο που προέρχεται από sm -pl -o -s (το αρχικό α- < sm -, πρβλ. ἅμα, εἷς) και συνδέεται με το λατ. simplus, simplex. Το β' συνθ. της λ., του οποίου έμμεση μαρτυρία αποτελεί το ομηρ. απλοΐς, απαντά ήδη στα ομηρ. διπλόος, διπλήν κ.λπ. Είναι δύσκολο να εκληφθούν ως αρχικοί οι τ. απλός, διπλός, οι οποίοι μαρτυρούνται αργότερα, συνδεόμενοι με τα λατ. simplus, duplus (γοτθ. tweifls «αμφιβολία»), στους οποίους εμπεριέχεται ρίζα pl- που απαντά επίσης στα λατ. simplex, plecto, ελλ. πλέκω κ.λπ. Ο Kretschmer θεωρεί το -πλοος προϊόν παρετυμολογίας από το πλόος < πλέω, οπότε το -πλος θα εκληφθεί είτε ως ριζικό όνομα είτε ως παράγωγο ρήματος. Η αρχαία προέλευση της λ. θα μπορούσε να στηριχθεί στην Κρητική τοπική διπλει, διπλη.
ΠΑΡ. απλοϊκός, απλότητα, απλούς
αρχ.
απλοΐς
νεοελλ.
απλουστεύω.
ΣΥΝΘ. αρχ. απλοσχήμων
νεοελλ.
απλογραφία, απλοελληνικός, απλολογία, απλοποιώ].