ἀσκωλιασμός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askoliasmos
|Transliteration C=askoliasmos
|Beta Code=a)skwliasmo/s
|Beta Code=a)skwliasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[leaping on greased wineskins]], <span class="bibl">Poll.9.21</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[leaping on greased wineskins]], Poll.9.21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados]] en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκωλιασμός''': ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, [[ὅπερ]] ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, [[ἤτοι]] εἰς [[μῆκος]] ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν [[οὕτως]], οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ [[νικᾶν]] = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη [[σήμερον]] ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».
|lstext='''ἀσκωλιασμός''': ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, [[ὅπερ]] ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, [[ἤτοι]] εἰς [[μῆκος]] ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν [[οὕτως]], οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ [[νικᾶν]] = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη [[σήμερον]] ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados]] en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκωλιασμός]], ο (Α) [[ασκωλιάζω]]<br />το [[πήδημα]] [[επάνω]] σε [[ασκί]].
|mltxt=[[ἀσκωλιασμός]], ο (Α) [[ασκωλιάζω]]<br />το [[πήδημα]] [[επάνω]] σε [[ασκί]].
}}
}}

Latest revision as of 12:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκωλιασμός Medium diacritics: ἀσκωλιασμός Low diacritics: ασκωλιασμός Capitals: ΑΣΚΩΛΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: askōliasmós Transliteration B: askōliasmos Transliteration C: askoliasmos Beta Code: a)skwliasmo/s

English (LSJ)

ὁ, leaping on greased wineskins, Poll.9.21.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
concurso de salto a la pata coja sobre odres engrasados en fiestas dionisiacas, Poll.9.121, Sud.

German (Pape)

[Seite 372] ὁ, das Tanzen u. Springen auf einem Beine, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκωλιασμός: ὁ, «ὁ δ’ ἀσκωλιασμὸς τοῦ ἑτέρου ποδὸς αἰωρουμένου κατὰ μόνου τοῦ ἑταίρου πηδᾶν ἐποίει, ὅπερ ἀσκωλιάζειν ὠνόμαζον, ἤτοι εἰς μῆκος ἡμιλλῶντο, ἢ ὁ μὲν ἐδίωκεν οὕτως, οἱ δ’ ὑπέφευγον ἐπ’ ἀμφοῖν θέοντες, ἕως τινὸς τῷ φερομένῳ ποδὶ ὁ διώκων δυνηθῇ τυχεῖν, ἢ καὶ πάντες ἐπήδων ἀριθμοῦντες τὰ πηδήματα· προσέκειτο γὰρ τῷ πλήθει τὸ νικᾶν = Πολυδ. Θ΄, 121. Ἡ παιδιὰ αὕτη σήμερον ὀνομᾴζεται «κουτσαλωνάκι».

Greek Monolingual

ἀσκωλιασμός, ο (Α) ασκωλιάζω
το πήδημα επάνω σε ασκί.