μεσίδιος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mesidios | |Transliteration C=mesidios | ||
|Beta Code=mesi/dios | |Beta Code=mesi/dios | ||
|Definition=α, ον, = [[μέσος]], [δικαστὴς] μ., = [[μεσίτης]], | |Definition=α, ον, = [[μέσος]], [δικαστὴς] μ., = [[μεσίτης]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1132a23; ἄρχων μ. Id.''Pol.''1306a28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:15, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, = μέσος, [δικαστὴς] μ., = μεσίτης, Arist.EN 1132a23; ἄρχων μ. Id.Pol.1306a28.
German (Pape)
[Seite 138] poet, μεσσίδιος, in der Mitte stehend, vermittelnd, Arist. Pol. 5, 6, δικασταί Eth. 5, 4; die poet. Form führt Hesych. an.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
médiateur, arbitre.
Étymologie: μέσος, -ίδιος.
Russian (Dvoretsky)
μεσίδιος: (ῐδ) стоящий посреди, т. е. являющийся посредником, посредничающий (δικαστής, ἄρχων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσίδιος: [σῐδ] ποιητ. μεσσ-, α, ον, = μέσος, δικαστής μ. = μεσίτης, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 7· ἄρχων μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 6, 13· ἰδὲ Λοβεκ. Φρύνιχ. 121.
Greek Monolingual
μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος
2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» — ο μεσίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. ορθρίδιος, πτερίδιος). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.
Greek Monotonic
μεσίδιος: [σῐδ], ποιητ. μεσσ-, -α, -ον, = μέσος, δικαστὴς μεσίδιος = μεσίτης, σε Αριστ.
Middle Liddell
μεσίδιος, ποετ. μεσσ-ος, η, ον = μέσος, δικαστὴς μ.] = μεσιτής, Arist.]