ἱππάσιμος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippasimos | |Transliteration C=ippasimos | ||
|Beta Code=i(ppa/simos | |Beta Code=i(ppa/simos | ||
|Definition=[ᾰ], η, ον, [[fit for horses]], [[fit for riding]], [[suitable for horses]], [[fit to ride]], [[rideable]], [[one who can be maneuvered]], [[one who can be overpowered]], Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. [[ἄνιππος]], Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; [[τὸ ἱππάσιμον]], i.e. τὸ [[πεδινός|πεδινόν]] = [[ground suitable for cavalry]], X.HG7.2.12; τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας [[ἄνιππος|ἄνιππα]] ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν [[ἄνεικος|ἀνεικὼς]] ἱππάσιμον [[allow]]ing himself to [[be ridden]] by [[flatterer]]s, Plu.Alex.23. | |Definition=[ᾰ], η, ον, [[fit for horses]], [[fit for riding]], [[suitable for horses]], [[fit to ride]], [[rideable]], [[one who can be maneuvered]], [[one who can be overpowered]], Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. [[ἄνιππος]], [[Herodotus|Hdt.]]2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; [[τὸ ἱππάσιμον]], i.e. τὸ [[πεδινός|πεδινόν]] = [[ground suitable for cavalry]], X.HG7.2.12; τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας [[ἄνιππος|ἄνιππα]] ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν [[ἄνεικος|ἀνεικὼς]] ἱππάσιμον [[allow]]ing himself to [[be ridden]] by [[flatterer]]s, Plu.Alex.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:02, 4 September 2023
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, fit for horses, fit for riding, suitable for horses, fit to ride, rideable, one who can be maneuvered, one who can be overpowered, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. ἄνιππος, Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; τὸ ἱππάσιμον, i.e. τὸ πεδινόν = ground suitable for cavalry, X.HG7.2.12; τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον allowing himself to be ridden by flatterers, Plu.Alex.23.
German (Pape)
[Seite 1258] ον, bei Her. auch 3 Endgn, zum Reiten bequem, geeignet, für Reiterei brauchbar; Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην, Gegensatz ἄνιππος, Her. 2, 108; χώρη 9, 13; τὸ ἱππ., für die R. günstiger Boden,.Xen. Hell. 7, 2, 12, πεδία Pol. 10) 49, 5; übtr., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικῶς ἱππάσιμον Plut. Alex. 23, sich von den Schmeichlern leiten, brauchen lassen.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
1 où l'on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;
2 qui se laisse monter comme un cheval.
Étymologie: ἱππάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἱππάσῐμος: и 3 (ᾰ)
1 удобный для верховой езды, удобопроходимый для конницы (Αἴγυπτος Her.; χώρα Her., Arst.; πεδία Polyb.; τόποι Plut.);
2 перен. которого легко оседлать, легко управляемый, податливый (τοῖς κόλαξιν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππάσιμος: ᾰ, η, ον, (ἱππάζομαι) κατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ ἄνιππος γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· τὸ ἱππάσιμον, δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱππάσιμος, -ασίμη, -ον) ιππάζομαι
(για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — αφού άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππάσιμον
το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).
Greek Monotonic
ἱππάσιμος: [ᾰ], -η, -ον (ἱππάζομαι), κατάλληλος για άλογα, κατάλληλος για ιππασία, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἱππάσιμος, «καβαλικευμένος» από κόλακες, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἱππᾰ́σιμος, η, ον ἱππάζομαι
fit for horses, fit for riding, Hdt., Xen.:—metaph., κόλαξιν ἱππάσιμος ridden by flatterers, Plut.