ἑταιρεῖος: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etaireios | |Transliteration C=etaireios | ||
|Beta Code=e(tairei=os | |Beta Code=e(tairei=os | ||
|Definition=α, ον, Ion. | |Definition=α, ον, Ion. [[ἑταιρήϊος]], η, ον, ([[ἑταίρειος]] Hdn.Gr.1.137):—<br><span class="bld">A</span> [[of companions]] or [[belonging to companions]]: Ζεὺς ἑταιρεῖος = [[presiding over fellowship]], [[Herodotus|Hdt.]]1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452; [[φόνος]] ἑταιρεῖος = the [[murder]] [[of a comrade]], AP9.519 (Alc. Mess.).<br><span class="bld">II</span> [[amorous]], ἑ. [[φιλότης]] ''h.Merc.''58; [[στόλος]] ''AP''9.415 (Antiphil.).<br><span class="bld">III</span> [[ἑταιρεῖον]], τό, [[house]] of a [[ἑταίρα]], Sch. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''873. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, [[Ζεύς]], der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – [[φόνος]], des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – [[φιλότης]], buhlerisch, H. h. Merc. 58; [[στόλος]], einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, [[Ζεύς]], der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – [[φόνος]], des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – [[φιλότης]], buhlerisch, H. h. Merc. 58; [[στόλος]], einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui préside aux amitiés, aux réunions d'amis (Zeus).<br />'''Étymologie:''' [[ἑταῖρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑταιρεῖος:'''<br /><b class="num">1</b> [[относящийся к другу]]: [[φόνος]] ἑ. Anth. убийство друга;<br /><b class="num">2</b> [[покровительствующий дружбе]] ([[Ζεύς]] Her.; [[θεός]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[влюбленный]], [[любовный]] ([[φιλότης]] HH);<br /><b class="num">4</b> [[надеваемый гетерами]], [[гетерин]] ([[στόλος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑταιρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, [[Ζεὺς]] ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· [[φόνος]] ἑτ., ὁ [[φόνος]] συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. [[ἐρωτικός]], [[πλήρης]] ἀγάπης, ἑτ. [[φιλότης]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415 | |lstext='''ἑταιρεῖος''': -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· [[φόνος]] ἑτ., ὁ [[φόνος]] συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. [[ἐρωτικός]], [[πλήρης]] ἀγάπης, ἑτ. [[φιλότης]] Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ἑταιρεῖος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) [[εταίρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῖος [[φόνος]]» — ο [[φόνος]] εταίρου, συντρόφου)<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]], [[γεμάτος]] [[αγάπη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑταιρεῖος» — ο [[Ζευς]] ως [[προστάτης]] της φιλίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑταιρεῖον</i><br />το [[σπίτι]] της εταίρας. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑταιρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, [[εταιρικός]], [[συντροφικός]]· [[Ζεὺς]] ἑτ., [[προστάτης]] της [[φιλίας]], σε Ηρόδ.· [[φόνος]] ἑτ., [[φόνος]] συντρόφου, φίλου, σε Ανθ | |lsmtext='''ἑταιρεῖος:''' -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, [[εταιρικός]], [[συντροφικός]]· [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ., [[προστάτης]] της [[φιλίας]], σε Ηρόδ.· [[φόνος]] ἑτ., [[φόνος]] συντρόφου, φίλου, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />of or belonging to companions, [[Ζεὺς]] ἑτ. presiding [[over]] fellowship, Hdt.; [[φόνος]] ἑτ. the [[murder]] of a [[comrade]], Anth. | |mdlsjtxt=<br />of or belonging to companions, [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἑτ. presiding [[over]] fellowship, Hdt.; [[φόνος]] ἑτ. the [[murder]] of a [[comrade]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
α, ον, Ion. ἑταιρήϊος, η, ον, (ἑταίρειος Hdn.Gr.1.137):—
A of companions or belonging to companions: Ζεὺς ἑταιρεῖος = presiding over fellowship, Hdt.1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452; φόνος ἑταιρεῖος = the murder of a comrade, AP9.519 (Alc. Mess.).
II amorous, ἑ. φιλότης h.Merc.58; στόλος AP9.415 (Antiphil.).
III ἑταιρεῖον, τό, house of a ἑταίρα, Sch. Ar.Eq.873.
German (Pape)
[Seite 1046] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, Ζεύς, der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – φόνος, des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – φιλότης, buhlerisch, H. h. Merc. 58; στόλος, einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside aux amitiés, aux réunions d'amis (Zeus).
Étymologie: ἑταῖρος.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρεῖος:
1 относящийся к другу: φόνος ἑ. Anth. убийство друга;
2 покровительствующий дружбе (Ζεύς Her.; θεός Arst.);
3 влюбленный, любовный (φιλότης HH);
4 надеваемый гетерами, гетерин (στόλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, Ζεὺς ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· φόνος ἑτ., ὁ φόνος συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. ἐρωτικός, πλήρης ἀγάπης, ἑτ. φιλότης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.
Greek Monolingual
ἑταιρεῖος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) εταίρος
1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῖος φόνος» — ο φόνος εταίρου, συντρόφου)
2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη
3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῖος» — ο Ζευς ως προστάτης της φιλίας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑταιρεῖον
το σπίτι της εταίρας.
Greek Monotonic
ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, εταιρικός, συντροφικός· Ζεὺς ἑτ., προστάτης της φιλίας, σε Ηρόδ.· φόνος ἑτ., φόνος συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.
Middle Liddell
of or belonging to companions, Ζεὺς ἑτ. presiding over fellowship, Hdt.; φόνος ἑτ. the murder of a comrade, Anth.