ἰχνευτής: Difference between revisions
Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=ichneutēs | |Transliteration B=ichneutēs | ||
|Transliteration C=ichneftis | |Transliteration C=ichneftis | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*)ixneuth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰχνευτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[tracker]], [[hunter]], Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., <b class="b3">Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας</b>, of money given to a [[ἑταίρα]], ''AP''5.15 (Marc. Arg.): [[Ἰχνευταί]], οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298).<br><span class="bld">2</span> [[detective]] who [[traces]] missing persons, ''PRyl.''188.22 (ii A.D.).<br><span class="bld">II</span> = [[ἰχνεύμων]] ''1'', [[Herodotus|Hdt.]]2.67, Nic.''Th.'' 195. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der Spürer; [[κύων]], Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der Spürer; [[κύων]], Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />v. [[ἰχνεύμων]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχνευτής:''' οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).<br />οῦ ὁ Her. = [[ἰχνεύμων]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, | |lstext='''ἰχνευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. [[κύων]], ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ [[θήραμα]], πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = [[ἰχνεύμων]] Ι, ἴδε ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνευτής]]) [[ιχνεύω]]<br />[[ανιχνευτής]], [[ιχνηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Ἰχνευταί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλή<br /><b>2.</b> αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> εντεταλμένο [[άτομο]] που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους<br /><b>4.</b> [[είδος]] ζώου της Αιγύπτου, ο [[ιχνεύμων]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰχνευτής:''' -οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[ιχνηλάτης]], [[ανιχνευτής]]· ἰχνευτὴς [[κύων]], [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]] που ανιχνεύει και βρίσκει το [[θήραμα]] δια της όσφρησης, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἰχνευτής]], οῦ, [from [[ἰχνεύω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[tracker]], ἰχν. [[κύων]] a [[hound]] that hunts by [[nose]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἰχνεύμων]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 4 September 2023
English (LSJ)
ἰχνευτοῦ, ὁ,
A tracker, hunter, Poll.5.10; of dogs which hunt by scent, ib.17: metaph., Κύπριδος ἰχνευτὰς ἀργυρέους σκύλακας, of money given to a ἑταίρα, AP5.15 (Marc. Arg.): Ἰχνευταί, οἱ, title of a satyric play by Sophocles (cf. v. 298).
2 detective who traces missing persons, PRyl.188.22 (ii A.D.).
II = ἰχνεύμων 1, Hdt.2.67, Nic.Th. 195.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der Spürer; κύων, Spürhund, Poll. 5, 10. 17, wie σκύλακες M. Arg. 10 (V, 16). Bei Her. 2, 67 der Ichneumon, wie B. A. 43, 25 u. Nic. Th. 195.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
v. ἰχνεύμων.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνευτής: οῦ adj. m отыскивающий по следу, выслеживающий (σκύλακες Anth.).
οῦ ὁ Her. = ἰχνεύμων 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἰχνεύων, Πολυδ. Ε΄, 10. 17· ἰχν. κύων, ὁ διὰ τῆς ὀσφρήσεως εὑρίσκων τὸ θήραμα, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 16· - Ἰχνευταὶ ἦτο ἡ ἐπιγραφὴ σατυρικοῦ δράματος τοῦ Σοφοκλέους. ΙΙΙ. = ἰχνεύμων Ι, ἴδε ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνευτής) ιχνεύω
ανιχνευτής, ιχνηλάτης
αρχ.
1. στον πληθ. Ἰχνευταί
τίτλος σατυρικού δράματος του Σοφοκλή
2. αυτός που ανιχνεύει, αυτός που οσφραίνεται και κυνηγά εκείνους που έχουν χρήματα
3. πάπ. εντεταλμένο άτομο που αναζητά ανθρώπους καταζητούμενους
4. είδος ζώου της Αιγύπτου, ο ιχνεύμων.
Greek Monotonic
ἰχνευτής: -οῦ, ὁ,
I. ιχνηλάτης, ανιχνευτής· ἰχνευτὴς κύων, κυνηγετικός σκύλος που ανιχνεύει και βρίσκει το θήραμα δια της όσφρησης, σε Ανθ.
II. = ἰχνεύμων, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἰχνευτής, οῦ, [from ἰχνεύω
I. a tracker, ἰχν. κύων a hound that hunts by nose, Anth.
II. = ἰχνεύμων, Hdt.