ἑφθός: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efthos
|Transliteration C=efthos
|Beta Code=e(fqo/s
|Beta Code=e(fqo/s
|Definition=ή, όν, verb. Adj. of <b class="b3">ἕψω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">boiled</b>, of meat or fish, <span class="bibl">Hdt.2.77</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>13</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>246</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>717</span>, <span class="bibl">Ecphantid.1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>404c</span>, etc.; of vegetables, <span class="bibl">Antiph.6</span>; of water, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>380b10</span>; of a hot bath, ἑφθόν [με] . . πεποίηκεν <span class="bibl">Antiph.245</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ἑφθὸς χρυσός</b> <b class="b2">refined</b> gold, <span class="bibl">Simon.64</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">languid, unnerved</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>4.16</span>.</span>
|Definition=ἑφθή, ἑφθόν, verb. Adj. of [[ἕψω]],<br><span class="bld">A</span> [[boiled]], of [[meat]] or [[fish]], [[Herodotus|Hdt.]]2.77, Hp.VM13, E.Cyc.246, Ar.Pax717, Ecphantid.1, Pl.R.404c, etc.; of [[vegetable]]s, Antiph.6; of [[water]], Arist.Mete.380b10; of a [[hot]] [[bath]], ἑφθόν [με] . . πεποίηκεν Antiph.245.<br><span class="bld">2</span> ἑφθὸς [[χρυσός]] = [[refined]] [[gold]], Simon.64.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[languid]], [[unnerved]], Hp.Epid.4.16.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1118.png Seite 1118]] adj. verb. zu ἕψω, <b class="b2">gekocht</b>; Eur. Cycl. 246; Her. 2, 77; Plat. Rep. III, 404 c u. Folgde; übertr., matt, entkräftet, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1118.png Seite 1118]] adj. verb. zu ἕψω, [[gekocht]]; Eur. Cycl. 246; Her. 2, 77; Plat. Rep. III, 404 c u. Folgde; übertr., matt, entkräftet, Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[cuit]], [[bouilli]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἕψω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑφθός:''' [adj. verb. к [[ἕψω]]<br /><b class="num">1</b> [[вареный]] (ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[переваренный]], [[кипяченый]] ([[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[очищенный плавкой]], т. е. [[чистый]] ([[χρυσός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑφθός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, [[κραμβίδιον]] ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον [[πάνυ]] Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς [[χρυσός]], Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., [[χαλαρός]], ἐκνενευρισμένος, [[νωθρός]], Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, [[νωθρότης]], ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.
|lstext='''ἑφθός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, [[κραμβίδιον]] ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον [[πάνυ]] Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς [[χρυσός]], Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., [[χαλαρός]], ἐκνενευρισμένος, [[νωθρός]], Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, [[νωθρότης]], ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />cuit, bouilli.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἕψω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑφθός]], -ή, -ὸν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρέας]] ή ψάρια και για [[λαχανικά]]) μαγειρεμένος, βρασμένος<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) πολύ [[ζεστός]], [[ζεματιστός]]<br /><b>3.</b> (για πολύτιμο [[μέταλλο]]) [[καθαρός]], [[καλός]]<br /><b>4.</b> [[χαλαρός]], εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἑψ</i>-<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἕψω</i>) με [[μετατροπή]] τών -<i>π</i>- (του <i>ψ</i>) και -<i>τ</i>- σε -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- υπό την [[επίδραση]] του -<i>σ</i>- (του -<i>ψ</i>-). Πρβλ. <i>εξ</i>-<i>τός</i> «[[εκτός]]» &GT; [[εχθός]]].
|mltxt=[[ἑφθός]], -ή, -ὸν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρέας]] ή ψάρια και για [[λαχανικά]]) μαγειρεμένος, βρασμένος<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) πολύ [[ζεστός]], [[ζεματιστός]]<br /><b>3.</b> (για πολύτιμο [[μέταλλο]]) [[καθαρός]], [[καλός]]<br /><b>4.</b> [[χαλαρός]], εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἑψ</i>-<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἕψω</i>) με [[μετατροπή]] τών -<i>π</i>- (του <i>ψ</i>) και -<i>τ</i>- σε -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- υπό την [[επίδραση]] του -<i>σ</i>- (του -<i>ψ</i>-). Πρβλ. <i>εξ</i>-<i>τός</i> «[[εκτός]]» > [[εχθός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑφθός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἕψω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βραστός]], παρασκευασμένος για [[τροφή]], μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἑφθὸς [[χρυσός]], [[καθαρός]] [[χρυσός]], σε Σιμων.
|lsmtext='''ἑφθός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἕψω]]·<br /><b class="num">1.</b> [[βραστός]], παρασκευασμένος για [[τροφή]], μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> ἑφθὸς [[χρυσός]], [[καθαρός]] [[χρυσός]], σε Σιμων.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἑφθός:''' [adj. verb. к [[ἕψω]]<br /><b class="num">1)</b> вареный (ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; [[ἀλεκτρυών]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> переваренный, кипяченый ([[ὕδωρ]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> очищенный плавкой, т. е. чистый ([[χρυσός]] Plut.).
|mdlsjtxt=[[ἑφθός]], ή, όν verb. adj. of ἕψω<br /><b class="num">1.</b> [[boiled]], [[dressed]], Hdt., Eur., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[ἑφθός|ἑφθὸς]] [[χρυσός]] [[refined]] [[gold]], [[Simon]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[boiled]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βραστός]], [[μαγειρεμένος]]). Ἀπό τό [[ἕψω]] (=[[βράζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑφθός Medium diacritics: ἑφθός Low diacritics: εφθός Capitals: ΕΦΘΟΣ
Transliteration A: hephthós Transliteration B: hephthos Transliteration C: efthos Beta Code: e(fqo/s

English (LSJ)

ἑφθή, ἑφθόν, verb. Adj. of ἕψω,
A boiled, of meat or fish, Hdt.2.77, Hp.VM13, E.Cyc.246, Ar.Pax717, Ecphantid.1, Pl.R.404c, etc.; of vegetables, Antiph.6; of water, Arist.Mete.380b10; of a hot bath, ἑφθόν [με] . . πεποίηκεν Antiph.245.
2 ἑφθὸς χρυσός = refined gold, Simon.64.
II metaph., languid, unnerved, Hp.Epid.4.16.

German (Pape)

[Seite 1118] adj. verb. zu ἕψω, gekocht; Eur. Cycl. 246; Her. 2, 77; Plat. Rep. III, 404 c u. Folgde; übertr., matt, entkräftet, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἕψω.

Russian (Dvoretsky)

ἑφθός: [adj. verb. к ἕψω
1 вареный (ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; ἀλεκτρυών Plut.);
2 переваренный, кипяченый (ὕδωρ Arst.);
3 очищенный плавкой, т. е. чистый (χρυσός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑφθός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, κραμβίδιον ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς χρυσός, Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., χαλαρός, ἐκνενευρισμένος, νωθρός, Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, νωθρότης, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.

Greek Monolingual

ἑφθός, -ή, -ὸν (Α)
1. (για κρέας ή ψάρια και για λαχανικά) μαγειρεμένος, βρασμένος
2. (για νερό) πολύ ζεστός, ζεματιστός
3. (για πολύτιμο μέταλλο) καθαρός, καλός
4. χαλαρός, εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑψ-τός (< ἕψω) με μετατροπή τών -π- (του ψ) και -τ- σε -φ- και -θ- υπό την επίδραση του -σ- (του -ψ-). Πρβλ. εξ-τός «εκτός» > εχθός].

Greek Monotonic

ἑφθός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἕψω·
1. βραστός, παρασκευασμένος για τροφή, μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. ἑφθὸς χρυσός, καθαρός χρυσός, σε Σιμων.

Middle Liddell

ἑφθός, ή, όν verb. adj. of ἕψω
1. boiled, dressed, Hdt., Eur., etc.
2. ἑφθὸς χρυσός refined gold, Simon.

English (Woodhouse)

boiled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=βραστός, μαγειρεμένος). Ἀπό τό ἕψω (=βράζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.