Ὀλυμπιονίκης: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Olympionikēs | |Transliteration B=Olympionikēs | ||
|Transliteration C=Olympionikis | |Transliteration C=Olympionikis | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*)olumpioni/khs | ||
|Definition=[ῑ], ου, Dor. | |Definition=[ῑ], ου, Dor. [[Ὀλυμπιονίκας]], ᾱ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[conqueror in the Olympic games]], Pi.''O.''6.4, al., [[Herodotus|Hdt.]]5.47,71, And.4.33, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 465d, Arist.''Rh.''1365a25.<br><span class="bld">II</span> as adjective, <b class="b3">Ὀ. ὕμνος, τεθμός</b>, Pi.''O.''3.3,7.88. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[le vainqueur aux jeux olympiques]].<br />'''Étymologie:''' [[Ὀλύμπια]], [[νικάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ὀλυμπῐονίκης''': [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, | |lstext='''Ὀλυμπῐονίκης''': [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. [[ὕμνος]], τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ὀλυμπῐονίκης:''' [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, ([[νικάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[νικητής]] στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Ὀλυμπιονίκης]] [[ὕμνος]], στον ίδ. | |lsmtext='''Ὀλυμπῐονίκης:''' [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, ([[νικάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[νικητής]] στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[Ὀλυμπιονίκης]] [[ὕμνος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[νικάω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[conqueror]] in the Olympic games, Pind.<br /><b class="num">II.</b> as adj., Ὀλ. [[ὕμνος]] Pind. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[victor in the Olympian games]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 4 September 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. Ὀλυμπιονίκας, ᾱ, ὁ,
A conqueror in the Olympic games, Pi.O.6.4, al., Hdt.5.47,71, And.4.33, Pl.R. 465d, Arist.Rh.1365a25.
II as adjective, Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi.O.3.3,7.88.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le vainqueur aux jeux olympiques.
Étymologie: Ὀλύμπια, νικάω.
Greek (Liddell-Scott)
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, ᾱ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, συχν. παρὰ Πινδ.· ὡσαύτως παρ’ Ἀνδοκ. 23. 27, Πλάτ. Πολ. 465D, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 33. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ὀλ. ὕμνος, τεθμὸς Πινδ. 3. 4., 7. 162.
Greek Monotonic
Ὀλυμπῐονίκης: [ῑ], -ου, Δωρ. -νίκᾱς, -ᾱ, ὁ, (νικάω),·
I. νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, σε Πίνδ.
II. ως επίθ., Ὀλυμπιονίκης ὕμνος, στον ίδ.
Middle Liddell
νικάω
I. a conqueror in the Olympic games, Pind.
II. as adj., Ὀλ. ὕμνος Pind.