προσηγορία: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosigoria | |Transliteration C=prosigoria | ||
|Beta Code=proshgori/a | |Beta Code=proshgori/a | ||
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[friendly greeting]], [[familiarity]], Plu.2.709b, D.L.3.98.<br><span class="bld">II</span> [[addressing]], <b class="b3">ἡ κατὰ τοὔνομα | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[friendly greeting]], [[familiarity]], Plu.2.709b, D.L.3.98.<br><span class="bld">II</span> [[addressing]], <b class="b3">ἡ κατὰ τοὔνομα προσηγορία</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Categories|Cat.]]''1a13; <b class="b3">τῷ σχήματι τῆς προσηγορίας</b> ib.3b14: hence, [[appellation]], [[name]], Isoc.15.284, ''Com.Adesp.''143, D.6.25, Arist.''Pol.''1275a6, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 3.3.6, Plb.3.49.5, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''26, D.S.16.50, Quint.''Inst.''1.4.21; [[title]], <b class="b3">ἡ τοῦ ἄρχοντος προσηγορία </b> ''IG''22.1110.<br><span class="bld">2</span> Gramm., [[common noun]], Zeno Stoic. 1.19, D.H.''Amm.''2.11, etc.; but ἡ προσηγορία ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας [[ταύτῃ]] (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich [[βασιλεύς]], [[τύραννος]], Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im <span class="ggns">Gegensatz</span> des proprium, D. L. 7, 58. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0764.png Seite 764]] ἡ, die [[Anrede]], das [[Grüßen]], Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας [[ταύτῃ]] (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich [[βασιλεύς]], [[τύραννος]], Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im <span class="ggns">Gegensatz</span> des proprium, D. L. 7, 58. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 05:06, 20 September 2023
English (LSJ)
ἡ,
A friendly greeting, familiarity, Plu.2.709b, D.L.3.98.
II addressing, ἡ κατὰ τοὔνομα προσηγορία Arist.Cat.1a13; τῷ σχήματι τῆς προσηγορίας ib.3b14: hence, appellation, name, Isoc.15.284, Com.Adesp.143, D.6.25, Arist.Pol.1275a6, Thphr. HP 3.3.6, Plb.3.49.5, D.H.Comp.26, D.S.16.50, Quint.Inst.1.4.21; title, ἡ τοῦ ἄρχοντος προσηγορία IG22.1110.
2 Gramm., common noun, Zeno Stoic. 1.19, D.H.Amm.2.11, etc.; but ἡ προσηγορία ὡς εἶδος τῷ ὀνόματι ὑποβέβληται D.T.634.6.
German (Pape)
[Seite 764] ἡ, die Anrede, das Grüßen, Poll. 5, 137; bes. die Tröstung, Sp. – Die Benennung, der Name, οὐχ ὁρᾶτε Φίλιππον ἀλλοτριωτάτας ταύτῃ (τῇ ἐλευθερίᾳ) καὶ τὰς προσηγορίας ἔχοντα; nämlich βασιλεύς, τύραννος, Dem. 6, 25, u. öfter. – Bei den Grammatikern nomen appellativum im Gegensatz des proprium, D. L. 7, 58.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action d'adresser la parole à, de saluer;
2 action d'appeler par son nom ; dénomination, nom ; t. de gramm. nom commun, substantif.
Étymologie: προσήγορος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσηγορία -ας, ἡ [προσήγορος] naam, benaming; ook van bijnaam; περιφέρων προσηγορίαν τὸν Κοριολανόν de bijnaam Coriolanus dragend Plut. Cor. 23.4; gramm. (zelfstandig) naamwoord.
Russian (Dvoretsky)
προσηγορία: ἡ
1 дружеское обращение, приветливость (ἡ διὰ τῆς προσηγορίας φιλανθρωπία Diog. L.);
2 название, наименование Isocr., Dem.: ἡ κατὰ τοὔνομα π. Arst. прозвище;
3 грам. (в отличие от ὄνομα) нарицательное имя (ἔστι π. μέρος λόγου σημαῖνον κοινὴν ποιότητα Diog. L.).
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσήγορος
ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ' αὐτοῦ τοῦ συμπτώματος», Πολ.)
μσν.-αρχ.
1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ προσηγορίαι γλυκεῖαι», Κλήμ.)
2. τρόπος ομιλίας, τρόπος διατύπωσης («τίς γὰρ ποτε Ἑλλήνων ἐχρήσατο τῇ "ἐνωτίζου" προσηγορίᾳ ἀντὶ τοῦ εὐς τὰ ὦτα δέξαι...;», Ωριγ.)
3. το κύριο όνομα κάποιου προσώπου («θεός, ὁ εἰδὼς ἑκάστου τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν προσηγορίαν», Μέγ. Βασ.)
4. το να κατονομάζεται κάτι, η μνεία («ἡ δεκάλογος προσηγορία σωτήριον ἁμαρτιῶν περιγράφουσα», Κλήμ.)
5. όρος, ρήτρα («τὰς προσηγορίας ἁρμοδίας τοῖς πράγμασιν ἔθεντο, "ἀποταγήν"... και "ὑποταγήν"...», Ισίδ. Πηλ.)
αρχ.
γραμμ. όνομα προσηγορικό, κοινό όνομα.
Greek Monotonic
προσηγορία: ἡ, ονομασία, όνομα, σε Ισοκρ., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
προσηγορία: ἡ, φιλικὸς χαιρετισμός, ἀσπασμός, πρόσρησις, προσφώνησις, Διογ. Λ. 3. 98, Πλούτ. 2. 709Α. ΙΙ. ὀνομασία, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 303, Δημ. 72. 1, Ἀριστ. Κατηγ. 5, 30, Πολ. 3. 1, 3, ἀλ. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., κοινὸν ὄνομα, ὄνομα προσηγορικόν, nomen appellativum, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κύριον ὄνομα, n. proprium, Ζήνων παρὰ Διογέν. Λ. 7. 58, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 11.
Middle Liddell
προσηγορία, ἡ, [from προσηγορέω
an appellation, name, Isocr., Dem.