ἀνάντης: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) opp\. (\w+)," to "opp. $1,") |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anantis | |Transliteration C=anantis | ||
|Beta Code=a)na/nths | |Beta Code=a)na/nths | ||
|Definition= | |Definition=ἀνάντες, ([[ἀνά]], [[ἄντην]]) [[up-hill]], [[steep]],opp. [[κατάντης]], χωρίον [[Herodotus|Hdt.]] 2.29; πεδία Hp.Aër.19; [[ὁδός]], [[ἀνάβασις]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 364d, 515e; <b class="b3">πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν</b>, opp. <b class="b3">κατὰ πρανοῦς</b>, X.''Eq.''3.7, cf [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''247b; <b class="b3">πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν</b> [[in the ascending scale]] of our constitutions, Id.''R.''568c; <b class="b3">πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη</b> Id ''Lg.''732c. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] ες ([[ἀντάω]]), bergauf, steil, schwierig, [[ἀνάβασις]] Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] ες ([[ἀντάω]]), bergauf, steil, schwierig, [[ἀνάβασις]] Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κατάντης]], Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />montant, escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἄντα]]. | |btext=ης, ες:<br />[[montant]], [[escarpé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἄντα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[of ground]], [[sloping up]], [[up hill]] | |woodrun=[[of ground]], [[sloping up]], [[up hill]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀνηφορικός]]). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + [[ἀντάω]] (=[[συναντῶ]] κάποιον). Συνήθως τό [[ἀντάω]] [[σύνθετο]] → ἀπαντῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:37, 21 September 2023
English (LSJ)
ἀνάντες, (ἀνά, ἄντην) up-hill, steep,opp. κατάντης, χωρίον Hdt. 2.29; πεδία Hp.Aër.19; ὁδός, ἀνάβασις, Pl.R. 364d, 515e; πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, opp. κατὰ πρανοῦς, X.Eq.3.7, cf Pl.Phdr.247b; πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν in the ascending scale of our constitutions, Id.R.568c; πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Id Lg.732c.
Spanish (DGE)
-ες
1 empinado, cuesta arriba χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.R.364d, ἀνάβασις Pl.R.515e.
2 subst. τό, τὰ ἄ. cuesta, subida πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.Flat.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.Eq.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.Phdr.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.Lg.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.NA 13.14
•escala ascendente τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.R.568c
•fig. dificultad ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ εἰσάπαν ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A.
German (Pape)
[Seite 199] ες (ἀντάω), bergauf, steil, schwierig, ἀνάβασις Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; Gegensatz κατάντης, Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
montant, escarpé.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάντης: идущий в гору, крутой (χωρίον Her.; ὁδός Plat.). - см. тж. ἄναντες.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάντης: τὸ οὐδ ἄναντες (ἀνά, ἀντάω) ἀνωφερής, ἀπότομος, ἀντίθ. τῷ κατάντης, χωρίον Ἡρόδ. 2. 29· πεδία Ἱππ. Ἀέρ. 292· ὁδός, ἀνάβασις Πλάτ. Πολ. 364D, 515E· πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατὰ πρανοῦς («τὸν κατήφορον»). Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247B· πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, πρὸς τὸ ὕψιστον σημεῖον τῶν πολιτειῶν μας, ὁ αὐτ. Πολ. 568C· πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη ὁ αὐτ. Νόμ. 732C.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀνάντης)
ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία
αρχ.
αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (Πλάτ. Φαίδρ. 247b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + -άντης (πρβλ. και ἐξάντης, ἐπάντης, κατάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. ἄντα, ἄντην, ἄντι)].
Greek Monotonic
ἀνάντης: -ες (ἀνά, ἄντην), ανηφορικός, απότομος, απόκρημνος, σε Ηρόδ., Πλάτ., Ξεν.· πρὸς τὸ ἄναντες, στο υψηλότερο σημείο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[ἀνά, ἀντάω
up-hill, steep, Hdt., Plat., Xen.; πρὸς τὸ ἄναντες to the highest point, Plat.
English (Woodhouse)
of ground, sloping up, up hill
Mantoulidis Etymological
(=ἀνηφορικός). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + ἀντάω (=συναντῶ κάποιον). Συνήθως τό ἀντάω σύνθετο → ἀπαντῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.