στυφοκόπος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(39)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=styfokopos
|Transliteration C=styfokopos
|Beta Code=stufoko/pos
|Beta Code=stufoko/pos
|Definition=ὁ,= <b class="b3">ὀρτυγοκόπος</b>, player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>1299</span> (<b class="b3">στυφοκόμπου</b> codd. and Sch., but cf. <span class="bibl">Poll.7.136</span>, <span class="bibl">9.107</span>: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) <b class="b3">ὀρτυγοκόμπου</b>: <b class="b3">στυφοκόμπος</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών]] acc. to Hsch.).</span>
|Definition=ὁ, = [[ὀρτυγοκόπος]], player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1299 ([[στυφοκόμπου]] codd. and Sch., but cf. Poll.7.136, 9.107: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) [[ὀρτυγοκόμπου]]: [[στυφοκόμπος]] = [[ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών]] acc. to [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] mit dem Stocke schlagend, wie man für das Vorige bei Ar. lesen will. Nach Poll. 7, 136 = [[ὀρτυγοκόπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] mit dem Stocke schlagend, wie man für das Vorige bei Ar. lesen will. Nach Poll. 7, 136 = [[ὀρτυγοκόπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui frappe avec un bâton]].<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]], [[κόπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=στυφοκόπος -ου, ὁ &#91;[[στυφός]], [[κόπτω]]] harde tikker (bij het kwarteltikken, een spelletje waarbij een kwartel in een ring werd gezet en tikken kreeg, en degene die de kwartel had afgericht wedde dat hij in de ring zou blijven). Aristoph. Av. 1299.
}}
{{elru
|elrutext='''στῠφοκόπος:''' [[varia lectio|v.l.]] [[στυφοκόμπος|στῠφοκόμπος]] 2 ударивший палкой Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στῠφοκόπος''': -ον, ([[στύπος]], [[κόπτω]]) ὁ κτυπῶν διὰ ξύλου· κεῖται ὡς τὸ [[ὀρτυγοκόπος]], ἐπὶ τῆς ἀγαπητῆς τοῖς Ἀθηναίοις παιδιᾶς, ἥτις ἐκαλεῖτο ὀρτυγοκοπία, ἐν ᾗ ἔθετον ὄρτυγας ἐντὸς κύκλου τινὸς καὶ προσεπάθουν μὲ ξυλάρια νὰ τύψωσιν αὐτὰς κατὰ τὴν κεφαλήν· ἄν τις τῶν ὀρτύγων ἀπέφευγε τὸ [[κτύπημα]] καὶ ἐξήρχετο τοῦ κύκλου, ὁ ἐπιχειρήσας νὰ τύψῃ ἐθεωρεῖτο ἡττημένος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1299 (τὰ Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σχολ. στυφοκόμπου, ἀλλὰ πρβλ. [[ὀρτυγοκόπος]] καὶ ἴδε Brunck. ἐν τόπῳ).
|lstext='''στῠφοκόπος''': -ον, ([[στύπος]], [[κόπτω]]) ὁ κτυπῶν διὰ ξύλου· κεῖται ὡς τὸ [[ὀρτυγοκόπος]], ἐπὶ τῆς ἀγαπητῆς τοῖς Ἀθηναίοις παιδιᾶς, ἥτις ἐκαλεῖτο ὀρτυγοκοπία, ἐν ᾗ ἔθετον ὄρτυγας ἐντὸς κύκλου τινὸς καὶ προσεπάθουν μὲ ξυλάρια νὰ τύψωσιν αὐτὰς κατὰ τὴν κεφαλήν· ἄν τις τῶν ὀρτύγων ἀπέφευγε τὸ [[κτύπημα]] καὶ ἐξήρχετο τοῦ κύκλου, ὁ ἐπιχειρήσας νὰ τύψῃ ἐθεωρεῖτο ἡττημένος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1299 (τὰ Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σχολ. στυφοκόμπου, ἀλλὰ πρβλ. [[ὀρτυγοκόπος]] καὶ ἴδε Brunck. ἐν τόπῳ).
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec un bâton.<br />'''Étymologie:''' [[στυφός]], [[κόπτω]].
|mltxt=, Α<br />(στην [[κωμωδία]]) ο [[ορτυγοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), [[πρβλ]]. [[ορτυγοκόπος]].
}}
}}
{{grml
{{lsm
|mltxt=, Α<br />(στην [[κωμωδία]]) ο [[ορτυγοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορτυγο</i>-[[κόπος]].
|lsmtext='''στῠφοκόπος:''' -ον ([[στύπος]], [[κόπτω]]), αυτός που χτυπάει με [[ραβδί]]· χρησιμοποιείται όπως το [[ὀρτυγοκόπος]], σ' ένα [[παιχνίδι]] όπου έβαζαν μέσα σε κύκλο ορτύκια και τα χτυπούσαν με μικρά [[ραβδιά]]· εάν ένα [[ορτύκι]] απέφευγε το [[χτύπημα]] και έβγαινε από τον κύκλο, ο [[παίκτης]] που προσπάθησε να το χτυπήσει εθεωρείτο [[χαμένος]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=, Α<br />(στην [[κωμωδία]]) ο [[ορτυγοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στύπος]] (Ι) «[[κορμός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορτυγο</i>-[[κόπος]].
|mdlsjtxt=στῠφο-[[κόπος]], ον, [[στύπος]], [[κόπτω]]<br />[[striking]] with a [[stick]]; used, like [[ὀρτυγοκόπος]], of a [[game]], in [[which]] they put quails in a [[ring]], and hit them with [[little]] sticks; if a [[quail]] ran out of the [[ring]], it was [[beaten]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῠφοκόπος Medium diacritics: στυφοκόπος Low diacritics: στυφοκόπος Capitals: ΣΤΥΦΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: styphokópos Transliteration B: styphokopos Transliteration C: styfokopos Beta Code: stufoko/pos

English (LSJ)

ὁ, = ὀρτυγοκόπος, player of the game described by Phot., Suid. s.h.v., Ar.Av.1299 (στυφοκόμπου codd. and Sch., but cf. Poll.7.136, 9.107: Dionysius ap. Sch.Ar. read (or conjectured) ὀρτυγοκόμπου: στυφοκόμπος = ὁ μάχιμος ἀλεκτρυών acc. to Hsch.).

German (Pape)

[Seite 960] mit dem Stocke schlagend, wie man für das Vorige bei Ar. lesen will. Nach Poll. 7, 136 = ὀρτυγοκόπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe avec un bâton.
Étymologie: στυφός, κόπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στυφοκόπος -ου, ὁ [στυφός, κόπτω] harde tikker (bij het kwarteltikken, een spelletje waarbij een kwartel in een ring werd gezet en tikken kreeg, en degene die de kwartel had afgericht wedde dat hij in de ring zou blijven). Aristoph. Av. 1299.

Russian (Dvoretsky)

στῠφοκόπος: v.l. στῠφοκόμπος 2 ударивший палкой Arph.

Greek (Liddell-Scott)

στῠφοκόπος: -ον, (στύπος, κόπτω) ὁ κτυπῶν διὰ ξύλου· κεῖται ὡς τὸ ὀρτυγοκόπος, ἐπὶ τῆς ἀγαπητῆς τοῖς Ἀθηναίοις παιδιᾶς, ἥτις ἐκαλεῖτο ὀρτυγοκοπία, ἐν ᾗ ἔθετον ὄρτυγας ἐντὸς κύκλου τινὸς καὶ προσεπάθουν μὲ ξυλάρια νὰ τύψωσιν αὐτὰς κατὰ τὴν κεφαλήν· ἄν τις τῶν ὀρτύγων ἀπέφευγε τὸ κτύπημα καὶ ἐξήρχετο τοῦ κύκλου, ὁ ἐπιχειρήσας νὰ τύψῃ ἐθεωρεῖτο ἡττημένος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1299 (τὰ Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σχολ. στυφοκόμπου, ἀλλὰ πρβλ. ὀρτυγοκόπος καὶ ἴδε Brunck. ἐν τόπῳ).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην κωμωδία) ο ορτυγοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι) «κορμός» + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ορτυγοκόπος.

Greek Monotonic

στῠφοκόπος: -ον (στύπος, κόπτω), αυτός που χτυπάει με ραβδί· χρησιμοποιείται όπως το ὀρτυγοκόπος, σ' ένα παιχνίδι όπου έβαζαν μέσα σε κύκλο ορτύκια και τα χτυπούσαν με μικρά ραβδιά· εάν ένα ορτύκι απέφευγε το χτύπημα και έβγαινε από τον κύκλο, ο παίκτης που προσπάθησε να το χτυπήσει εθεωρείτο χαμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

στῠφο-κόπος, ον, στύπος, κόπτω
striking with a stick; used, like ὀρτυγοκόπος, of a game, in which they put quails in a ring, and hit them with little sticks; if a quail ran out of the ring, it was beaten, Ar.