ἐφετμή: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efetmi
|Transliteration C=efetmi
|Beta Code=e)fetmh/
|Beta Code=e)fetmh/
|Definition=ἡ, ([[ἐφίημι]]) ''poet.'' word, [[command]], [[behest]], Il.14.249; θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή 21.299: freq. in plural, [[behests]], especially of the gods or one's parents, 5.508, Pi.''O.''3.11, etc.; Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ Il.1.495, cf. Pi.''P.''2.21, A.''Ch.''300, E.''IA''634; [[demands]], [[prayers]], Pi.''I.'' 6(5).18.
|Definition=ἡ, ([[ἐφίημι]]) ''poet.'' word, [[command]], [[behest]], Il.14.249; θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή 21.299: freq. in plural, [[behests]], especially of the gods or one's parents, 5.508, Pi.''O.''3.11, etc.; Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ Il.1.495, cf. Pi.''P.''2.21, A.''Ch.''300, E.''IA''634; [[demand]]s, [[prayer]]s, Pi.''I.'' 6(5).18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐφετμή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> предписание, (по)веление, указание (θεοῦ Hom., Pind., Aesch.; Ἀγαμέμνονος Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[поручение]], [[просьба]] (παιδὸς ἑοῦ Hom.; ἀνδρὸς φίλου Pind.).
|elrutext='''ἐφετμή:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[предписание]], [[повеление]], [[веление]], [[указание]] (θεοῦ Hom., Pind., Aesch.; Ἀγαμέμνονος Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[поручение]], [[просьба]] (παιδὸς ἑοῦ Hom.; ἀνδρὸς φίλου Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφετμή''': ἡ, ([[ἐφίημι]]) ποιητ. λ. ὡς τὸ [[ἐφημοσύνη]], [[παραγγελία]], [[ἐντολή]], [[προσταγή]], Ἰλ. Ξ. 249 (ἴδε πινύσσω)· θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμὴ Τ. 299· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐντολαί, διατάγματα, παραγελίαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν ἢ τῶν γονέων, Ἰλ. Ε. 508, Σ. 216, Ὀδ. Γ. 11. κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 495, [[Θέτις]] δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ἑοῦ· - [[ὡσαύτως]] ἐν Πινδ. Π. 3. 19, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 300. 685, Εὐμ. 241, Εὐρ. Ι. Α. 634· - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ αἰτήσεων, εὐχῶν ἢ παρακλήσεων, Πινδ. Ι. 6. (5) 26.
|lstext='''ἐφετμή''': ἡ, ([[ἐφίημι]]) ποιητ. λ. ὡς τὸ [[ἐφημοσύνη]], [[παραγγελία]], [[ἐντολή]], [[προσταγή]], Ἰλ. Ξ. 249 (ἴδε πινύσσω)· θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμὴ Τ. 299· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐντολαί, διατάγματα, παραγελίαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν ἢ τῶν γονέων, Ἰλ. Ε. 508, Σ. 216, Ὀδ. Γ. 11. κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 495, [[Θέτις]] δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ἑοῦ· - [[ὡσαύτως]] ἐν Πινδ. Π. 3. 19, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 300. 685, Εὐμ. 241, Εὐρ. Ι. Α. 634· - [[ὡσαύτως]], ἐπὶ αἰτήσεων, εὐχῶν ἢ παρακλήσεων, Πινδ. Ι. 6. (5) 26.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφετμή]], ἡ (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> [[παραγγελία]], [[εντολή]], [[προσταγή]] («θεῶν ὤτρυνεν [[ἐφετμή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>[[συχνά]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ ἐφετμαί</i><br />α) ([[κυρίως]] από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές<br />β) <b>συνεκδ.</b> παρακλήσεις («[[Θέτις]] δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ) απαιτήσεις, αιτήσεις, αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εφέτης]] «[[ηγεμόνας]], [[άρχοντας]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>εφίεμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ερετμόν]] <span style="color: red;"><</span> [[ερέτης]]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἐφίημι]]): [[command]], [[behest]], [[mostly]] in plural (Il. and Od. 4.353).
|auten=([[ἐφίημι]]): [[command]], [[behest]], [[mostly]] in plural (Il. and Od. 4.353).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐφετμή]], ἡ (Α)<br />(ποιητ. λ.)<br /><b>1.</b> [[παραγγελία]], [[εντολή]], [[προσταγή]] («θεῶν ὤτρυνεν [[ἐφετμή]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>[[συχνά]] στον πληθ.</b>) <i>αἱ ἐφετμαί</i><br />α) ([[κυρίως]] από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές<br />β) <b>συνεκδ.</b> παρακλήσεις («[[Θέτις]] δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ) απαιτήσεις, αιτήσεις, αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εφέτης]] «[[ηγεμόνας]], [[άρχοντας]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>εφίεμαι</i>), [[πρβλ]]. [[ερετμόν]] <span style="color: red;"><</span> [[ερέτης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐφετμή]], ἡ, [[ἐφίημι]]<br />a [[command]], [[behest]], Hom., etc.
|mdlsjtxt=[[ἐφετμή]], ἡ, [[ἐφίημι]]<br />a [[command]], [[behest]], Hom., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[command]]
}}
}}

Latest revision as of 14:37, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφετμή Medium diacritics: ἐφετμή Low diacritics: εφετμή Capitals: ΕΦΕΤΜΗ
Transliteration A: ephetmḗ Transliteration B: ephetmē Transliteration C: efetmi Beta Code: e)fetmh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐφίημι) poet. word, command, behest, Il.14.249; θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή 21.299: freq. in plural, behests, especially of the gods or one's parents, 5.508, Pi.O.3.11, etc.; Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ Il.1.495, cf. Pi.P.2.21, A.Ch.300, E.IA634; demands, prayers, Pi.I. 6(5).18.

German (Pape)

[Seite 1116] ἡ (ἐφίημι), Auftrag, Befehl, Ermahnung, bes. von den Göttern u. Eltern, μητρός Il. 18, 216, ἐκραίαινεν ἐφετμὰς Φοίβου Απόλλωνος 5, 508; θεῶν Pind. P. 2, 21; Ἡρακλέος ἐφετμὰς κραίνω Ol. 3, 11, u. oft, immer im plur.; θεοῦ σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους Aesch. Ch. 298; Eum. 232 u. öfter; Eur. I. A. 634 u. sp. D., wie Coluth. 98; aber auch Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμῶν παιδὸς ἑοῦ, Il. 1, 495, woran sich Pind. I. 5, 18 Μοίρας προσεννέπω ἕσπεσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς schließt, dem Flehen, Gebete des Freundes Folge geben.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
gén. pl. épq. ἐφετμέων;
ordre, prescription, recommandation.
Étymologie: ἐφίημι.

Russian (Dvoretsky)

ἐφετμή:
1 предписание, повеление, веление, указание (θεοῦ Hom., Pind., Aesch.; Ἀγαμέμνονος Eur.);
2 поручение, просьба (παιδὸς ἑοῦ Hom.; ἀνδρὸς φίλου Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφετμή: ἡ, (ἐφίημι) ποιητ. λ. ὡς τὸ ἐφημοσύνη, παραγγελία, ἐντολή, προσταγή, Ἰλ. Ξ. 249 (ἴδε πινύσσω)· θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμὴ Τ. 299· - συχνὸν ἐν τῷ πληθ., ἐντολαί, διατάγματα, παραγελίαι, ἰδίως ἐπὶ τῶν θεῶν ἢ τῶν γονέων, Ἰλ. Ε. 508, Σ. 216, Ὀδ. Γ. 11. κτλ.· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Α. 495, Θέτις δ’ οὐ λήθετ’ ἐφετμέων ἑοῦ· - ὡσαύτως ἐν Πινδ. Π. 3. 19, κτλ., Αἰσχύλ. Χο. 300. 685, Εὐμ. 241, Εὐρ. Ι. Α. 634· - ὡσαύτως, ἐπὶ αἰτήσεων, εὐχῶν ἢ παρακλήσεων, Πινδ. Ι. 6. (5) 26.

Greek Monolingual

ἐφετμή, ἡ (Α)
(ποιητ. λ.)
1. παραγγελία, εντολή, προσταγή («θεῶν ὤτρυνεν ἐφετμή», Ομ. Ιλ.)
2. (συχνά στον πληθ.) αἱ ἐφετμαί
α) (κυρίως από θεούς ή γονείς) διατάγματα, παραγγελίες, εντολές
β) συνεκδ. παρακλήσεις («Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων παιδὸς ἑοῦ», Ομ. Ιλ.
γ) απαιτήσεις, αιτήσεις, αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφέτης «ηγεμόνας, άρχοντας» (< εφίεμαι), πρβλ. ερετμόν < ερέτης].

English (Autenrieth)

(ἐφίημι): command, behest, mostly in plural (Il. and Od. 4.353).

Greek Monotonic

ἐφετμή: ἡ (ἐφίημι), παραγγελία, εντολή, προσταγή, σε Όμηρ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐφετμή, ἡ, ἐφίημι
a command, behest, Hom., etc.