ἀνάπωτις: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapotis
|Transliteration C=anapotis
|Beta Code=a)na/pwtis
|Beta Code=a)na/pwtis
|Definition=v. [[ἄμπωτις]]:—Adj. [[ἀναπωτικός]], ή, όν, Eust.1719.44.
|Definition=v. [[ἄμπωτις]]:—Adj. [[ἀναπωτικός]], ἀναπωτική, ἀναπωτικόν, [[absorbent]], Eust.1719.44.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[ἀνάπωτις]], -εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> normalmente [[ἄμπωτις]] salvo [[ἀνάπωτις]] Pi.<i>O</i>.9.52, Scyl.<i>Per</i>.110, Arr.<i>Ind</i>.22.8, Agatarch.101; [[ἀνάπωσις]] Erot.101.8<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. sg. ἀναπώτιδος Agatharch.l.c., dat. sg. ἀμπώτιδι D.C.39.40.4]<br /><b class="num">1</b> [[marea baja]], [[reflujo]] Pi.l.c., Scyl.l.c., Hdt.2.11, 7.198, Arist.<i>Mete</i>.366<sup>a</sup>19, Plb.1.39.3, 10.14.2, 34.9.5, Agatharch.l.c., <i>Placit</i>.3.17, Hdn.3.14.6, Arr.l.c., [[ἄμπωτις]] τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν Hdt.8.129<br /><b class="num">•</b>en plu. [[ἀμπώτεις]], [[ἀμπώτιδες]] = [[mareas]], [[movimientos del mar]] Arist.<i>Mu</i>.396<sup>a</sup>26, ταῖς ἀμπώτεσι τοῦ πελάγους συμφερόμενοι App.<i>Hisp</i>.1, cf. <i>Peripl.M.Rubri</i> 45.<br /><b class="num">2</b> medic. [[reflujo]] τῶν χυμῶν Hp.<i>Hum</i>.1, de la [[sangre]] en los [[pulmon]]es, Gal.3.454.<br /><b class="num">3</b> [[absorción]], [[retirada al secarse]] ῥοάων ... ἄμπωτιν ἔχων sufriendo la ... absorción de mis corrientes (habla un [[río]])</i>, Call.<i>Del</i>.130.<br /><b class="num">4</b> [[succión]] Erot.101.8.
|dgtxt=[[ἀνάπωτις]], -εως, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> normalmente [[ἄμπωτις]] salvo [[ἀνάπωτις]] Pi.<i>O</i>.9.52, Scyl.<i>Per</i>.110, Arr.<i>Ind</i>.22.8, Agatarch.101; [[ἀνάπωσις]] Erot.101.8<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. sg. ἀναπώτιδος Agatharch.l.c., dat. sg. ἀμπώτιδι D.C.39.40.4]<br /><b class="num">1</b> [[marea baja]], [[reflujo]] Pi.l.c., Scyl.l.c., Hdt.2.11, 7.198, Arist.<i>Mete</i>.366<sup>a</sup>19, Plb.1.39.3, 10.14.2, 34.9.5, Agatharch.l.c., <i>Placit</i>.3.17, Hdn.3.14.6, Arr.l.c., [[ἄμπωτις]] τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν Hdt.8.129<br /><b class="num">•</b>en plu. [[ἀμπώτεις]], [[ἀμπώτιδες]] = [[mareas]], [[movimientos del mar]] Arist.<i>Mu</i>.396<sup>a</sup>26, ταῖς ἀμπώτεσι τοῦ πελάγους συμφερόμενοι App.<i>Hisp</i>.1, cf. <i>Peripl.M.Rubri</i> 45.<br /><b class="num">2</b> medic. [[reflujo]] τῶν χυμῶν Hp.<i>Hum</i>.1, de la [[sangre]] en los [[pulmón|pulmones]], Gal.3.454.<br /><b class="num">3</b> [[absorción]], [[retirada al secarse]] ῥοάων ... ἄμπωτιν ἔχων sufriendo la ... absorción de mis corrientes (habla un [[río]])</i>, Call.<i>Del</i>.130.<br /><b class="num">4</b> [[succión]] Erot.101.8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ιδος), η (Α [[ἄμπωτις]]) (νεοελλ. και [[άμπωτη]])<br />[[πτώση]] της στάθμης τών υδάτων, [[τράβηγμα]] τών νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀμπώτιδες</i><br />[[άμπωτις]] και [[πλημμυρίδα]] [[μαζί]], [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]], [[ελάττωση]] ρεύματος ή ροής<br /><b>3.</b> [[υποχώρηση]], [[πτώση]], [[ελάττωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> (με [[αποκοπή]] και [[αφομοίωση]]) <span style="color: red;">+</span> [[πίνω]]. Ο τ. [[ἀνάπωτις]] απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον <b>Ηρόδ.</b> σημαίνει την «[[επιστροφή]] της θάλασσας» σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[πλημμυρίς]] ή <i>ῥωχία</i>. Η [[διατήρηση]] του –<i>τ</i>- ([[αντί]] του ιωνικού –<i>σις</i>) κάνει πιστευτή την [[υπόθεση]] ότι ο <b>Ηρόδ.</b> υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη [[θάλασσα]] [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]])<br />[[πρβλ]]. λατ. [[resorbens unda]] και ότι η λ. πιθ. να [[είναι]] τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. [[ἀναπίνω]] (η [[ἀνάπωτις]] > [[ἄμπωτις]]-ο <i>ἀναπώτης</i>) ή και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές [[πρέπει]] να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. [[πίνω]] [[είναι]] συνηθέστερα το [[πότης]] και όχι το <i>πώτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμπωτίζω]].
|mltxt=(-ιδος), η (Α [[ἄμπωτις]]) (νεοελλ. και [[άμπωτη]])<br />[[πτώση]] της στάθμης τών υδάτων, [[τράβηγμα]] τών νερών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἀμπώτιδες</i><br />[[άμπωτις]] και [[πλημμυρίδα]] [[μαζί]], [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> [[υποχώρηση]], [[ελάττωση]] ρεύματος ή ροής<br /><b>3.</b> [[υποχώρηση]], [[πτώση]], [[ελάττωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνά</i> (με [[αποκοπή]] και [[αφομοίωση]]) <span style="color: red;">+</span> [[πίνω]]. Ο τ. [[ἀνάπωτις]] απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον <b>Ηρόδ.</b> σημαίνει την «[[επιστροφή]] της θάλασσας» σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[πλημμυρίς]] ή [[ῥαχία]]. Η [[διατήρηση]] του –<i>τ</i>- ([[αντί]] του ιωνικού –<i>σις</i>) κάνει πιστευτή την [[υπόθεση]] ότι ο <b>Ηρόδ.</b> υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη [[θάλασσα]] [[ἄμπωτις]] ([[θάλασσα]])<br />[[πρβλ]]. λατ. [[resorbens unda]] και ότι η λ. πιθ. να [[είναι]] τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. [[ἀναπίνω]] (η [[ἀνάπωτις]] > [[ἄμπωτις]]-ο <i>ἀναπώτης</i>) ή και την [[ίδια]] την [[ενέργεια]] του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές [[πρέπει]] να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. [[πίνω]] [[είναι]] συνηθέστερα το [[πότης]] και όχι το <i>πώτης</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀμπωτίζω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 30: Line 30:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπωτις''': ἴδε ἐν λ. [[ἄμπωτις]]: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.
|lstext='''ἀνάπωτις''': ἴδε ἐν λ. [[ἄμπωτις]]: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.
}}
{{trml
|trtx====[[ebb]]===
Bulgarian: отлив; Catalan: reflux; Chinese Mandarin: 退潮, 落潮; Czech: odliv; Danish: ebbe; Dutch: [[eb]]; Esperanto: forfluo; Finnish: luode, laskuvesi; French: [[reflux]], [[jusant]]; Galician: devalo, refluxo, vazante; Georgian: მიქცევა, მიქცევის დინება, ზღვის მიქცევა; German: [[Ebbe]]; Greek: [[άμπωτη]]; Ancient Greek: [[ἄμπωτις]], [[ἀνάπωτις]]; Hungarian: apály; Irish: aife, trá; Old Irish: aithbe or; Italian: [[riflusso]]; Middle English: ebbe; Persian: جزر‎; Polish: odpływ; Portuguese: [[vazante]], [[refluxo]]; Romanian: reflux; Russian: [[отлив]]; Spanish: [[reflujo]], [[marea]]; Swedish: ebb; Ukrainian: відплив; Welsh: trai
}}
}}

Latest revision as of 19:35, 27 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπωτις Medium diacritics: ἀνάπωτις Low diacritics: ανάπωτις Capitals: ΑΝΑΠΩΤΙΣ
Transliteration A: anápōtis Transliteration B: anapōtis Transliteration C: anapotis Beta Code: a)na/pwtis

English (LSJ)

v. ἄμπωτις:—Adj. ἀναπωτικός, ἀναπωτική, ἀναπωτικόν, absorbent, Eust.1719.44.

Spanish (DGE)

ἀνάπωτις, -εως, ἡ
• Alolema(s): normalmente ἄμπωτις salvo ἀνάπωτις Pi.O.9.52, Scyl.Per.110, Arr.Ind.22.8, Agatarch.101; ἀνάπωσις Erot.101.8
• Morfología: [gen. sg. ἀναπώτιδος Agatharch.l.c., dat. sg. ἀμπώτιδι D.C.39.40.4]
1 marea baja, reflujo Pi.l.c., Scyl.l.c., Hdt.2.11, 7.198, Arist.Mete.366a19, Plb.1.39.3, 10.14.2, 34.9.5, Agatharch.l.c., Placit.3.17, Hdn.3.14.6, Arr.l.c., ἄμπωτις τῆς θαλάσσης μεγάλη καὶ χρόνον ἐπὶ πολλόν Hdt.8.129
en plu. ἀμπώτεις, ἀμπώτιδες = mareas, movimientos del mar Arist.Mu.396a26, ταῖς ἀμπώτεσι τοῦ πελάγους συμφερόμενοι App.Hisp.1, cf. Peripl.M.Rubri 45.
2 medic. reflujo τῶν χυμῶν Hp.Hum.1, de la sangre en los pulmones, Gal.3.454.
3 absorción, retirada al secarse ῥοάων ... ἄμπωτιν ἔχων sufriendo la ... absorción de mis corrientes (habla un río), Call.Del.130.
4 succión Erot.101.8.

French (Bailly abrégé)

ιδος ou εως (ἡ) :
reflux de la mer.
Étymologie: ἀναπίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἄμπωτις: ιδος, ион. ιος, поздн. тж. Pind., Polyb. εως, ἀνάπωτιςморской отлив Her., Arst., Plut., Sext.

German (Pape)

[Seite 204] ἡ, gebräuchlicher in der Form ἄμπωτις, s. ἄμπωσις, Pind. Ol. 9, 56.

Greek Monolingual

(-ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη)
πτώση της στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες
άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια
2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής
3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά (με αποκοπή και αφομοίωση) + πίνω. Ο τ. ἀνάπωτις απαντά μόνο στον Πίνδαρο για μερικούς λόγους στον Σκύμνο τον γεωγράφο και σε μτγν. συγγραφείς. Στον Ηρόδ. σημαίνει την «επιστροφή της θάλασσας» σε αντίθεση με τις λ. πλημμυρίς ή ῥαχία. Η διατήρηση του –τ- (αντί του ιωνικού –σις) κάνει πιστευτή την υπόθεση ότι ο Ηρόδ. υιοθέτησε λ. δωρικής προελέυσεως σχετιζόμενη με τη θάλασσα ἄμπωτις (θάλασσα)
πρβλ. λατ. resorbens unda και ότι η λ. πιθ. να είναι τ. θηλυκού ουσιαστικού που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας του ρ. ἀναπίνωἀνάπωτις > ἄμπωτις-ο ἀναπώτης) ή και την ίδια την ενέργεια του ρ. Εν τούτοις και για τις δύο εκδοχές πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ουσιαστικό που δηλώνει τον δράστη της ενέργειας και που αναλογεί στο ρ. πίνω είναι συνηθέστερα το πότης και όχι το πώτης.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμπωτίζω.

English (Slater)

ἀνᾰπωτις ebbing λέγοντι Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν (Tric.: ἄμπωτιν codd.) (O. 9.52)

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπωτις: ἴδε ἐν λ. ἄμπωτις: ― ἐπίθ. ἀναπωτικός, ή, όν, Εὐστ. 1719. 44.

Translations

ebb

Bulgarian: отлив; Catalan: reflux; Chinese Mandarin: 退潮, 落潮; Czech: odliv; Danish: ebbe; Dutch: eb; Esperanto: forfluo; Finnish: luode, laskuvesi; French: reflux, jusant; Galician: devalo, refluxo, vazante; Georgian: მიქცევა, მიქცევის დინება, ზღვის მიქცევა; German: Ebbe; Greek: άμπωτη; Ancient Greek: ἄμπωτις, ἀνάπωτις; Hungarian: apály; Irish: aife, trá; Old Irish: aithbe or; Italian: riflusso; Middle English: ebbe; Persian: جزر‎; Polish: odpływ; Portuguese: vazante, refluxo; Romanian: reflux; Russian: отлив; Spanish: reflujo, marea; Swedish: ebb; Ukrainian: відплив; Welsh: trai