διαπραγματεύομαι: Difference between revisions
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
(4) |
|||
(34 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diapragmateyomai | |Transliteration C=diapragmateyomai | ||
|Beta Code=diapragmateu/omai | |Beta Code=diapragmateu/omai | ||
|Definition=<span class=" | |Definition=<span class="bld">A</span> [[discuss thoroughly]] or [[examine thoroughly]], τοῦτον τὸν λόγον [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 77d; <b class="b3">τὴν αἰτίαν</b> ib.95e.<br><span class="bld">II</span> [[gain by trading]], Ev.Luc. 19.15.<br><span class="bld">III</span> [[accomplish]], τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.''Myst.''5.16. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[examinar a fondo]], [[ocuparse de]] τοῦτον τὸν λόγον Pl.<i>Phd</i>.77d, τὴν αἰτίαν Pl.<i>Phd</i>.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.<i>Myst</i>.1.19.<br /><b class="num">2</b> [[negociar]] ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο <i>Eu.Luc</i>.19.15<br /><b class="num">•</b>abs. [[dirigir una empresa comercial]] en part. ὁ διαπραγματευόμενος <i>POxy</i>.1982.16 (V d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[hacer]], [[llevar a cabo]] μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.<i>Myst</i>.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.<i>Bibl</i>.194b25.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ocuparse]], [[trabajar]] c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.<i>Myst</i>.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.<i>in Cat</i>.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.<i>Bibl</i>.99b10.<br /><b class="num">2</b> [[actuar]], [[comportarse]] ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa</i> Dion.Ar.<i>EH</i> 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...?</i> Dexipp.<i>in Cat</i>.34.5. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0597.png Seite 597]] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=examiner à fond, acc.;<br />[[NT]]: faire des affaires ; réaliser des bénéfices.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πραγματεύομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-πραγματεύομαι nauwkeurig onderzoeken; NT zaken doen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπραγμᾰτεύομαι:'''<br /><b class="num">1</b> [[тщательно разбирать]], [[исследовать]] (τὸν λόγον, τὴν αἰτίαν Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[зарабатывать]], [[наживать]] (τι NT). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαπραγμᾰτεύομαι''': ἀποθ., συζητῶ ἢ [[ἐξετάζω]] ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν [[αὐτόθι]] 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. [[κερδαίνω]] ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15. | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[διά]] and [[πραγματεύομαι]]; to [[thoroughly]] [[occupy]] [[oneself]], i.e. (transitively and by [[implication]]) to [[earn]] in [[business]]: [[gain]] by trading. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=1st aorist διεπραγματευσαμην; "[[thoroughly]], [[earnestly]] ([[διά]]) to [[undertake]] a [[business]]," [[Dionysius]] [[Halicarnassus]] 3,72; contextually, to [[undertake]] a [[business]] for the [[sake]] of [[gain]]: [[Plato]], [[Phaedo]], p. 77d. 95e. to [[examine]] [[thoroughly]].) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[διαπραγματεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] ή [[διερευνώ]] [[κάτι]] σε όλη του την [[έκταση]], [[αναπτύσσω]] εγγράφως ή [[προφορικώς]] όλες τις απόψεις για κάποιο [[θέμα]]<br /><b>2.</b> [[διεξάγω]] συνεννοήσεις για [[αγοραπωλησία]] ή για τη [[ρύθμιση]] θέματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[κερδίζω]] από εμπορικές ασχολίες. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαπραγμᾰτεύομαι:''' μέλ. <i>-εύσομαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[εξετάζω]], [[διερευνώ]] εξονυχιστικά, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[κερδίζω]] μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -εύσομαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[examine]] [[thoroughly]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> to [[gain]] by trading, NTest. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':diapragmateÚomai 笛阿-普拉格馬跳哦買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':經過-實行<br />'''字義溯源''':全然忙碌,賺,經營,作生意;由([[διά]])*=通過)與([[πραγματεύομαι]])=忙碌)組成;而 ([[πραγματεύομαι]])出自 ([[πρᾶγμα]])=事, ([[πρᾶγμα]])出自([[ἀναπράσσω]] / [[πράσσω]])*=實行)<br />'''出現次數''':總共(1);路(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 他們作生意賺了(1) 路19:15 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 15 November 2023
English (LSJ)
A discuss thoroughly or examine thoroughly, τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd. 77d; τὴν αἰτίαν ib.95e.
II gain by trading, Ev.Luc. 19.15.
III accomplish, τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.Myst.5.16.
Spanish (DGE)
I tr.
1 examinar a fondo, ocuparse de τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d, τὴν αἰτίαν Pl.Phd.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.Myst.1.19.
2 negociar ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο Eu.Luc.19.15
•abs. dirigir una empresa comercial en part. ὁ διαπραγματευόμενος POxy.1982.16 (V d.C.).
3 hacer, llevar a cabo μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.Myst.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.Bibl.194b25.
II intr.
1 ocuparse, trabajar c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.Myst.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.in Cat.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.Bibl.99b10.
2 actuar, comportarse ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa Dion.Ar.EH 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...? Dexipp.in Cat.34.5.
German (Pape)
[Seite 597] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.
French (Bailly abrégé)
examiner à fond, acc.;
NT: faire des affaires ; réaliser des bénéfices.
Étymologie: διά, πραγματεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πραγματεύομαι nauwkeurig onderzoeken; NT zaken doen.
Russian (Dvoretsky)
διαπραγμᾰτεύομαι:
1 тщательно разбирать, исследовать (τὸν λόγον, τὴν αἰτίαν Plat.);
2 зарабатывать, наживать (τι NT).
Greek (Liddell-Scott)
διαπραγμᾰτεύομαι: ἀποθ., συζητῶ ἢ ἐξετάζω ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν αὐτόθι 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. κερδαίνω ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15.
English (Strong)
from διά and πραγματεύομαι; to thoroughly occupy oneself, i.e. (transitively and by implication) to earn in business: gain by trading.
English (Thayer)
1st aorist διεπραγματευσαμην; "thoroughly, earnestly (διά) to undertake a business," Dionysius Halicarnassus 3,72; contextually, to undertake a business for the sake of gain: Plato, Phaedo, p. 77d. 95e. to examine thoroughly.)
Greek Monolingual
(Α διαπραγματεύομαι)
1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα
2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος
αρχ.
1. επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κερδίζω από εμπορικές ασχολίες.
Greek Monotonic
διαπραγμᾰτεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ.:
I. εξετάζω, διερευνώ εξονυχιστικά, σε Πλάτ.
II. κερδίζω μέσω εμπορικής συναλλαγής, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. -εύσομαι
I. Dep. to examine thoroughly, Plat.
II. to gain by trading, NTest.
Chinese
原文音譯:diapragmateÚomai 笛阿-普拉格馬跳哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-實行
字義溯源:全然忙碌,賺,經營,作生意;由(διά)*=通過)與(πραγματεύομαι)=忙碌)組成;而 (πραγματεύομαι)出自 (πρᾶγμα)=事, (πρᾶγμα)出自(ἀναπράσσω / πράσσω)*=實行)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 他們作生意賺了(1) 路19:15