μυωπάζω: Difference between revisions
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myopazo | |Transliteration C=myopazo | ||
|Beta Code=muwpa/zw | |Beta Code=muwpa/zw | ||
|Definition= | |Definition=[[blink]] the eyes, as shortsighted persons do: hence, to [[be shortsighted]], metaph., ''2 Ep.Pet.''1.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0224.png Seite 224]] kurzsichtig sein, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0224.png Seite 224]] kurzsichtig sein, [[NT|N.T.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[avoir la vue courte]], [[être myope]].<br />'''Étymologie:''' [[μυώψ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυωπάζω:''' [[быть близоруким]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυωπάζω''': εἶμαι [[μύωψ]], [[βλέπω]] ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. [[μυωπιάζω]]), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε». | |lstext='''μυωπάζω''': εἶμαι [[μύωψ]], [[βλέπω]] ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. [[μυωπιάζω]]), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε». | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μυωπάζω]])<br />[[μισοκλείνω]] τα μάτια μου για να [[διακρίνω]] πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]], [[είμαι]] μύωπας, [[πάσχω]] από [[μυωπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αδυνατώ]] να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν [[αντιλαμβάνομαι]] μια δυσμενή [[κατάσταση]], παρούσα ή μελλοντική<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις | |mltxt=(ΑΜ [[μυωπάζω]])<br />[[μισοκλείνω]] τα μάτια μου για να [[διακρίνω]] πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]], [[είμαι]] μύωπας, [[πάσχω]] από [[μυωπία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αδυνατώ]] να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν [[αντιλαμβάνομαι]] μια δυσμενή [[κατάσταση]], παρούσα ή μελλοντική<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύωψ]], -<i>ωπος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άζω</i> ([[πρβλ]]. [[θηλάζω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυωπάζω:''' ([[μύωψ]]), έχω [[μυωπία]], [[βλέπω]] αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μυωπάζω:''' ([[μύωψ]]), έχω [[μυωπία]], [[βλέπω]] αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 10:32, 23 November 2023
English (LSJ)
blink the eyes, as shortsighted persons do: hence, to be shortsighted, metaph., 2 Ep.Pet.1.9.
German (Pape)
[Seite 224] kurzsichtig sein, N.T.
French (Bailly abrégé)
avoir la vue courte, être myope.
Étymologie: μυώψ.
Russian (Dvoretsky)
μυωπάζω: быть близоруким NT.
Greek (Liddell-Scott)
μυωπάζω: εἶμαι μύωψ, βλέπω ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. μυωπιάζω), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
English (Strong)
from a compound of the base of μυστήριον and ops (the face; from ὀπτάνομαι); to shut the eyes, i.e. blink (see indistinctly): cannot see far off.
English (Thayer)
(μύωψ, and this from μύειν τούς ὠπας to shut the eyes); to see dimly, see only what is near: R. V. marginal reading) would make it mean here closing the eyes; cf. our English blink). (Aristotle, problem. 31,16, 25.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μυωπάζω)
μισοκλείνω τα μάτια μου για να διακρίνω πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά, είμαι μύωπας, πάσχω από μυωπία
νεοελλ.
μτφ. αδυνατώ να εννοήσω τις βαθύτερες αιτίες τών γεγονότων και να προβλέψω τα απώτερα αποτελέσματά τους, δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσμενή κατάσταση, παρούσα ή μελλοντική
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «ἐμυωπίασεν, ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος + κατάλ. -άζω (πρβλ. θηλάζω)].
Greek Monotonic
μυωπάζω: (μύωψ), έχω μυωπία, βλέπω αμυδρά, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
μυωπάζω, μύωψ
to be shortsighted, see dimly, NTest.
Chinese
原文音譯:muwp£zw 祕-哦爬索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:閉-觀看
字義溯源:閉著眼睛,近視,只看見近處,霎眼,看不清楚;由(μυστήριον)=奧祕)與(ὠφέλιμος)X*=容貌)組成;其中 (μυστήριον)出自(μυστήριον)X*=封閉),而 (ὠφέλιμος)X出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 近視的(1) 彼後1:9