αλοιφή: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(3)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλοιφή]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται [[κάποιος]], [[επίχρισμα]]<br /><b>2.</b> φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] από [[λίπος]] και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την [[επάλειψη]] του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] χρήσιμο για [[γάνωμα]], καθαρισμό, [[στίλβωμα]] ή [[επάλειψη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέγεται μτφ. για [[κάθε]] [[παρασκεύασμα]], [[ακόμη]] και [[φαγητό]], σε ρευστή [[κατάσταση]] και με υπερβολικά [[λεία]] υφή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωικό [[λίπος]] και ιδιαίτ. το [[χοιρινό]] [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[άλειμμα]], [[επάλειψη]], [[χρωματισμός]]<br /><b>3.</b> [[εξάλειψη]], [[απαλοιφή]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει «[[λάδι]] για [[επάλειψη]]», «[[αλοιφή]] από [[ελαιόλαδο]]» (μυκην. <i>a</i>-<i>ro</i>-<i>pa</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀλοιφῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλοιφαῖος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλοιφεῖον]] <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφάτος]], [[αλοιφένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφόπιτα]], <i>αλοιφοφυράματα</i>].
|mltxt=η (Α [[ἀλοιφή]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται [[κάποιος]], [[επίχρισμα]]<br /><b>2.</b> φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] από [[λίπος]] και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την [[επάλειψη]] του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] χρήσιμο για [[γάνωμα]], καθαρισμό, [[στίλβωμα]] ή [[επάλειψη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέγεται μτφ. για [[κάθε]] [[παρασκεύασμα]], [[ακόμη]] και [[φαγητό]], σε ρευστή [[κατάσταση]] και με υπερβολικά [[λεία]] υφή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωικό [[λίπος]] και ιδιαίτ. το [[χοιρινό]] [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[άλειμμα]], [[επάλειψη]], [[χρωματισμός]]<br /><b>3.</b> [[εξάλειψη]], [[απαλοιφή]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει «[[λάδι]] για [[επάλειψη]]», «[[αλοιφή]] από [[ελαιόλαδο]]» (μυκην. <i>a</i>-<i>ro</i>-<i>pa</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀλοιφῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλοιφαῖος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλοιφεῖον]] <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφάτος]], [[αλοιφένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφόπιτα]], <i>αλοιφοφυράματα</i>].
}}
{{trml
|trtx====[[ointment]]===
Afrikaans: salf; Albanian: pomadë; Arabic: مَرْهَم‎, دَهُون‎; Armenian: քսուք; Azerbaijani: maz, məlhəm; Belarusian: мазь, бальзам; Bengali: মলম; Bulgarian: мехлем, мас, мазило; Burmese: လိမ်းဆေး; Catalan: pomada, ungüent; Chinese Cantonese: 藥膏/药膏; Mandarin: 軟膏/软膏, 膏, 藥膏/药膏; Czech: mast; Danish: salve; Dutch: [[zalf]], [[smeersel]]; Esperanto: ungvento; Estonian: salv; Faroese: salva, sálva; Finnish: voide; French: [[pommade]], [[onguent]]; Friulian: ongint; Galician: pomada, ungüento, bálsamo; Georgian: მალამო; German: [[Salbe]], [[Balsam]]; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽𐍃; Greek: [[αλοιφή]]; Ancient Greek: [[ἄλειμμα]], [[ἄλειππα]], [[ἀλειπτήριον]], [[ἄλειφαρ]], [[ἄλιππα]], [[ἀλοιφή]], [[διάχρισμα]], [[ἐπάλειμμα]], [[σμῆγμα]], [[σμῆμα]], [[χρῖμα]], [[χρῖσμα]], [[χριστήριον]]; Mycenaean: 𐀀𐀩𐀞, 𐂘; Haitian Creole: ponmad; Hebrew: מִשְׁחָה‎; Hindi: मरहम, मलहम, बाम, लेप, औषधि; Hungarian: kenőcs; Icelandic: smyrsl; Indonesian: salap; Ingrian: voije, maazi; Irish: ungadh; Italian: [[pomata]], [[unguento]], [[balsamo]]; Japanese: 軟膏; Kazakh: май; Khmer: ថ្នាំលាប; Korean: 연고(軟膏); Kyrgyz: май, мазь; Lao: ຢານວດ, ຢາຂີ້ເຜີ້ງ, ຂີ້ເຜີ້ງ; Latin: [[unguentum]]; Latvian: ziede; Lithuanian: tepalas; Macedonian: маст, помада, мелем; Malay: salap; Maori: rongoā pani, pūreke, panikiri; Mongolian Cyrillic: тос; Norwegian Bokmål: salve; Nynorsk: salve; Old English: sealf; Pashto: ملهم‎, ملم‎; Persian: پُماد‎, مَرهَم‎; Plautdietsch: Saulw; Polish: maść; Portuguese: [[pomada]]; Romanian: unguent, pomadă, alifie; Russian: [[мазь]], [[бальзам]]; Sanskrit: अञ्जस्, लेप; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐлем, ма̑ст; Roman: mèlem, mȃst; Slovak: masť; Slovene: mazilo; Sorbian Lower Sorbian: žałba; Spanish: [[pomada]], [[ungüento]]; Swahili: marhamu; Swedish: salva; Tagalog: hinas, banlos; Tajik: маз, марҳам, тило; Telugu: లేపనము; Thai: ครีม, ยาขี้ผึ้ง, ขี้ผึ้ง; Tocharian B: laupe, ṣalype; Turkish: merhem; Turkmen: melhem; Ukrainian: мазь, бальзам; Urdu: مَرہَم‎; Uyghur: ماي‎, مەلھەم‎; Uzbek: malham dori, maz, balzam; Vietnamese: pom-mát, thuốc mỡ, thuốc cao; Volapük: nugvet; Walloon: ôlmint, poumåde; Welsh: eli
}}
}}

Latest revision as of 20:41, 27 November 2023

Greek Monolingual

η (Α ἀλοιφή)
1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα
2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς
3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα, καθαρισμό, στίλβωμα ή επάλειψη διαφόρων αντικειμένων
νεοελλ.
λέγεται μτφ. για κάθε παρασκεύασμα, ακόμη και φαγητό, σε ρευστή κατάσταση και με υπερβολικά λεία υφή
αρχ.
1. ζωικό λίπος και ιδιαίτ. το χοιρινό πάχος
2. άλειμμα, επάλειψη, χρωματισμός
3. εξάλειψη, απαλοιφή
4. στη μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει «λάδι για επάλειψη», «αλοιφή από ελαιόλαδο» (μυκην. a-ro-pa).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλοιφῶ
αρχ.
ἀλοιφαῖος
μσν.
ἀλοιφεῖον νεοελλ. αλοιφάτος, αλοιφένιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλοιφόπιτα, αλοιφοφυράματα].

Translations

ointment

Afrikaans: salf; Albanian: pomadë; Arabic: مَرْهَم‎, دَهُون‎; Armenian: քսուք; Azerbaijani: maz, məlhəm; Belarusian: мазь, бальзам; Bengali: মলম; Bulgarian: мехлем, мас, мазило; Burmese: လိမ်းဆေး; Catalan: pomada, ungüent; Chinese Cantonese: 藥膏/药膏; Mandarin: 軟膏/软膏, 膏, 藥膏/药膏; Czech: mast; Danish: salve; Dutch: zalf, smeersel; Esperanto: ungvento; Estonian: salv; Faroese: salva, sálva; Finnish: voide; French: pommade, onguent; Friulian: ongint; Galician: pomada, ungüento, bálsamo; Georgian: მალამო; German: Salbe, Balsam; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽𐍃; Greek: αλοιφή; Ancient Greek: ἄλειμμα, ἄλειππα, ἀλειπτήριον, ἄλειφαρ, ἄλιππα, ἀλοιφή, διάχρισμα, ἐπάλειμμα, σμῆγμα, σμῆμα, χρῖμα, χρῖσμα, χριστήριον; Mycenaean: 𐀀𐀩𐀞, 𐂘; Haitian Creole: ponmad; Hebrew: מִשְׁחָה‎; Hindi: मरहम, मलहम, बाम, लेप, औषधि; Hungarian: kenőcs; Icelandic: smyrsl; Indonesian: salap; Ingrian: voije, maazi; Irish: ungadh; Italian: pomata, unguento, balsamo; Japanese: 軟膏; Kazakh: май; Khmer: ថ្នាំលាប; Korean: 연고(軟膏); Kyrgyz: май, мазь; Lao: ຢານວດ, ຢາຂີ້ເຜີ້ງ, ຂີ້ເຜີ້ງ; Latin: unguentum; Latvian: ziede; Lithuanian: tepalas; Macedonian: маст, помада, мелем; Malay: salap; Maori: rongoā pani, pūreke, panikiri; Mongolian Cyrillic: тос; Norwegian Bokmål: salve; Nynorsk: salve; Old English: sealf; Pashto: ملهم‎, ملم‎; Persian: پُماد‎, مَرهَم‎; Plautdietsch: Saulw; Polish: maść; Portuguese: pomada; Romanian: unguent, pomadă, alifie; Russian: мазь, бальзам; Sanskrit: अञ्जस्, लेप; Serbo-Croatian Cyrillic: мѐлем, ма̑ст; Roman: mèlem, mȃst; Slovak: masť; Slovene: mazilo; Sorbian Lower Sorbian: žałba; Spanish: pomada, ungüento; Swahili: marhamu; Swedish: salva; Tagalog: hinas, banlos; Tajik: маз, марҳам, тило; Telugu: లేపనము; Thai: ครีม, ยาขี้ผึ้ง, ขี้ผึ้ง; Tocharian B: laupe, ṣalype; Turkish: merhem; Turkmen: melhem; Ukrainian: мазь, бальзам; Urdu: مَرہَم‎; Uyghur: ماي‎, مەلھەم‎; Uzbek: malham dori, maz, balzam; Vietnamese: pom-mát, thuốc mỡ, thuốc cao; Volapük: nugvet; Walloon: ôlmint, poumåde; Welsh: eli