καταπλήξ: Difference between revisions
(6_11) |
mNo edit summary |
||
(31 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapliks | |Transliteration C=katapliks | ||
|Beta Code=kataplh/c | |Beta Code=kataplh/c | ||
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, < | |Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[stricken]], [[struck]], <b class="b3">ὑπὸ τῶν γυναικῶν</b> Theopomp. Com.59: usually metaph., [[stricken with amazement]], [[astounded]], ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων Lys.6.50; [[ἄτολμος]] καὶ καταπλήξ Plu.2.7b; καταπλὴξ καὶ [[περιδεής]] ib.814f; μὴ ὦσιν οἱ ἵπποι καταπλῆγες Ael.''NA''16.25.<br><span class="bld">2</span> [[shy]], [[bashful]], opp. [[ἀναίσχυντος]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1108a34, ''EE''1233b28, Jul. ''Or.''7.233b.<br><span class="bld">3</span> c. gen., [[nervous]], [[apprehensive]] of, πολλῶν Plu. ''Fab.''14codd.<br><span class="bld">4</span> Medic., [[fixed]], [[ὀφθαλμός]] (in paralysis) Hp.''Epid.'' 5.50. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] ῆγος, [[erschrocken]], [[bestürzt]], [[schüchtern]], bes. im Übermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἀναίσχυντος]], ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν [[ὄντα]] καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit [[περιδεής]] u. [[ἄτολμος]] verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων [[ἤδη]] καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz [[verblüfft]], [[verdutzt]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br /><b>I.</b> [[effrayé]], [[épouvanté]];<br /><b>II.</b> [[qui s'effraie facilement]] :<br /><b>1</b> [[peureux]], [[timide]];<br /><b>2</b> [[ombrageux]].<br />'''Étymologie:''' [[καταπλήσσω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταπλήξ, gen. -ῆγος [καταπλήσσω] verbijsterd:. ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων... καταπλῆγες verbijsterd over diens misdaden Lys. 6.50. bedeesd, verlegen:. ὡς ὁ καταπλὴξ ὁ πάντα αἰδούμενος zoals een bedeesd persoon die voor alles terugdeinst Aristot. EN 1108a34. geneesk. onbeweeglijk, verlamd. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1</b> [[перепуганный]], [[приведенный в ужас]] (ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων Lys.);<br /><b class="num">2</b> [[робкий]], [[стыдливый]], [[застенчивый]], Arst., Plut. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπλήξ]], -ήγος, ὁ, ἡ (AM)<br /><b>μσν.</b><br />χτυπημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[εμβρόντητος]], φοβισμένος, θορυβημένος<br /><b>2.</b> υπερβολικά [[ντροπαλός]]<br /><b>3.</b> αυτός που ταράσσεται, [[περιδεής]], [[ταραγμένος]]<br /><b>4.</b> (για μάτια) [[ακίνητος]], [[εκστατικός]] («ὀφθαλμὸς [[καταπλήξ]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πλήξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλήξ]] <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), [[πρβλ]]. [[αμφιπλήξ]], [[παραπλήξ]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει πληγεί από [[έκπληξη]], [[κατάπληκτος]], σε Λυσ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντροπαλός]], [[συνεσταλμένος]], [[σεμνός]], σε Αριστ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ καταπεπληγμένος, [[ὅστις]] τὰ πάντα φοβεῖται, ἔχων τὴν διάνοιαν ἐκπεπληγμένην, κ. καὶ ἄτολμος Πλούτ. 2, 7Β· κ. καὶ περιδεὴς [[αὐτόθι]] 814F· πρὸς τοὺς φόβους [[μαλακὸν]] [[ὄντα]] καὶ κ. ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 27· καταπλῆγες καὶ πτοίας ἀνάμεστοι Ἡλιόδ. 9. 5· ὁ Συνέσ. σ. 267D ἀντιτίθησι τοὺς καταπλῆγας τοῖς ἐρρωμένως ἐπιφερομένοις·― μὴ καταπλῆγες ὦσιν οἱ ἵπποι Αἰλ. π. Ζ. 16, 25, Ἁρποκρ.· ὁ συνεχῶς πεπληγμένος, ([[ὥστε]] ὁ [[νοῦς]] νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ), ( | |lstext='''καταπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ καταπεπληγμένος, [[ὅστις]] τὰ πάντα φοβεῖται, ἔχων τὴν διάνοιαν ἐκπεπληγμένην, κ. καὶ ἄτολμος Πλούτ. 2, 7Β· κ. καὶ περιδεὴς [[αὐτόθι]] 814F· πρὸς τοὺς φόβους [[μαλακὸν]] [[ὄντα]] καὶ κ. ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 27· καταπλῆγες καὶ πτοίας ἀνάμεστοι Ἡλιόδ. 9. 5· ὁ Συνέσ. σ. 267D ἀντιτίθησι τοὺς καταπλῆγας τοῖς ἐρρωμένως ἐπιφερομένοις·― μὴ καταπλῆγες ὦσιν οἱ ἵπποι Αἰλ. π. Ζ. 16, 25, Ἁρποκρ.· ὁ συνεχῶς πεπληγμένος, ([[ὥστε]] ὁ [[νοῦς]] νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ), (μετὰ τῆς ὑπὸ) ἀλλ᾿ ἐστὲ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων καταπλῆγες διὰ τὸ [[πολλάκις]] [[ἰδεῖν]] καὶ ἀκοῦσαι… [[ὥστε]] οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ [[εἶναι]] Λυσ. 107, 34. 2) ὁ [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] ἐντροπαλός, ὁ πάντα καὶ πρὸς πάντας εὐλαβούμενος, καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν (ὁ πάντα καταπληττόμενος, ὁ [[τοιοῦτος]] δὲ ἄπρακτος) [[ἐναντίον]] τοῦ [[ἀναίσχυντος]], ὧν [[μεσότης]] [[εἶναι]] ὁ [[αἰδήμων]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 14, Ἠθ. Ν. 3. 7, 2· ἄνθρωπον καταπλῆγα καὶ ἐν παντὶ καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐρυθριῶντα Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 372· «[[καταπλήξ]], ὁ καταπεπληγώς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[καταπλήσσω]]<br /><b class="num">1.</b> [[stricken]] with [[amazement]], astounded, Lys.<br /><b class="num">2.</b> shy, [[bashful]], Arist. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[bashful]]=== | |||
Arabic: خَجُول; Aromanian: arushinos; Belarusian: сарамлі́вы; Bulgarian: плах, свенлив, срамежлив; Cherokee: ᎤᏕᎰᏌᏘ; Chinese Mandarin: 害羞; Dutch: [[verlegen]], [[timide]]; Finnish: ujo; French: [[timide]]; Galician: recatado, recatada; German: [[schüchtern]], [[verlegen]], [[scheu]]; Greek: [[ντροπαλός]]; Ancient Greek: [[αἰδήμων]], [[αἰδοῖος]], [[αἰσχυντηλός]], [[θρυπτικός]], [[καταπλήξ]]; Irish: náireach, náiriúil, faiteach; Italian: [[vergognoso]], [[timido]], [[modesto]]; Japanese: 恥ずかしがり屋の, 恥ずかしい; Khmer: អៀន; Korean: 부끄럼을 타다; Latin: [[pudens]], [[verecundus]]; Latvian: kaunīgs; Malayalam: ലജ്ജയുള്ള; Maori: konekone, numinumi; Norwegian Bokmål: beskjeden, sky, forlegen, unnselig; Nynorsk: beskjeden, sky, forlegen; Portuguese: [[tímido]], [[recatado]]; Romanian: rușinos; Russian: [[застенчивый]], [[робкий]], [[скромный]]; Spanish: [[tímido]]; Turkish: utangaç; Ukrainian: соромливий, сором'язливий, сором'язний; Welsh: swil | |||
}} | }} |
Latest revision as of 08:13, 30 November 2023
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ,
A stricken, struck, ὑπὸ τῶν γυναικῶν Theopomp. Com.59: usually metaph., stricken with amazement, astounded, ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων Lys.6.50; ἄτολμος καὶ καταπλήξ Plu.2.7b; καταπλὴξ καὶ περιδεής ib.814f; μὴ ὦσιν οἱ ἵπποι καταπλῆγες Ael.NA16.25.
2 shy, bashful, opp. ἀναίσχυντος, Arist.EN1108a34, EE1233b28, Jul. Or.7.233b.
3 c. gen., nervous, apprehensive of, πολλῶν Plu. Fab.14codd.
4 Medic., fixed, ὀφθαλμός (in paralysis) Hp.Epid. 5.50.
German (Pape)
[Seite 1370] ῆγος, erschrocken, bestürzt, schüchtern, bes. im Übermaaß; bei Arist. Eth. 2, 7 Gegensatz von ἀναίσχυντος, ὁ πάντα αἰδούμενος erkl.: πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν ὄντα καὶ καταπλῆγα Plut. Pericl. 27, der es auch mit περιδεής u. ἄτολμος verbindet, de educ. lib. 9 reip. ger. praec. 19. Harpocr. erkl. ὁ συνεχῶς πεπληγμένος in Bezug auf Lys. 6, 50, ἀλλ' ἐστὲ γὰρ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων ἤδη καταπλῆγες – ὥςτε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι, ganz verblüfft, verdutzt.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ, ἡ)
I. effrayé, épouvanté;
II. qui s'effraie facilement :
1 peureux, timide;
2 ombrageux.
Étymologie: καταπλήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπλήξ, gen. -ῆγος [καταπλήσσω] verbijsterd:. ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων... καταπλῆγες verbijsterd over diens misdaden Lys. 6.50. bedeesd, verlegen:. ὡς ὁ καταπλὴξ ὁ πάντα αἰδούμενος zoals een bedeesd persoon die voor alles terugdeinst Aristot. EN 1108a34. geneesk. onbeweeglijk, verlamd.
Russian (Dvoretsky)
καταπλήξ: ῆγος adj.
1 перепуганный, приведенный в ужас (ὑπὸ τῶν ἁμαρτημάτων Lys.);
2 робкий, стыдливый, застенчивый, Arst., Plut.
Greek Monolingual
καταπλήξ, -ήγος, ὁ, ἡ (AM)
μσν.
χτυπημένος
αρχ.
1. μτφ. εμβρόντητος, φοβισμένος, θορυβημένος
2. υπερβολικά ντροπαλός
3. αυτός που ταράσσεται, περιδεής, ταραγμένος
4. (για μάτια) ακίνητος, εκστατικός («ὀφθαλμὸς καταπλήξ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πλήξ (< πλήξ < πλήσσω), πρβλ. αμφιπλήξ, παραπλήξ].
Greek Monotonic
καταπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που έχει πληγεί από έκπληξη, κατάπληκτος, σε Λυσ.
2. ντροπαλός, συνεσταλμένος, σεμνός, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ καταπεπληγμένος, ὅστις τὰ πάντα φοβεῖται, ἔχων τὴν διάνοιαν ἐκπεπληγμένην, κ. καὶ ἄτολμος Πλούτ. 2, 7Β· κ. καὶ περιδεὴς αὐτόθι 814F· πρὸς τοὺς φόβους μαλακὸν ὄντα καὶ κ. ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 27· καταπλῆγες καὶ πτοίας ἀνάμεστοι Ἡλιόδ. 9. 5· ὁ Συνέσ. σ. 267D ἀντιτίθησι τοὺς καταπλῆγας τοῖς ἐρρωμένως ἐπιφερομένοις·― μὴ καταπλῆγες ὦσιν οἱ ἵπποι Αἰλ. π. Ζ. 16, 25, Ἁρποκρ.· ὁ συνεχῶς πεπληγμένος, (ὥστε ὁ νοῦς νὰ μὴ δύναται νὰ διακρίνῃ), (μετὰ τῆς ὑπὸ) ἀλλ᾿ ἐστὲ ὑπὸ τῶν τούτου ἁμαρτημάτων καταπλῆγες διὰ τὸ πολλάκις ἰδεῖν καὶ ἀκοῦσαι… ὥστε οὐδὲ τὰ δεινὰ ἔτι δεινὰ δοκεῖ εἶναι Λυσ. 107, 34. 2) ὁ ὑπὲρ τὸ δέον ἐντροπαλός, ὁ πάντα καὶ πρὸς πάντας εὐλαβούμενος, καὶ πρᾶξαι καὶ εἰπεῖν (ὁ πάντα καταπληττόμενος, ὁ τοιοῦτος δὲ ἄπρακτος) ἐναντίον τοῦ ἀναίσχυντος, ὧν μεσότης εἶναι ὁ αἰδήμων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 14, Ἠθ. Ν. 3. 7, 2· ἄνθρωπον καταπλῆγα καὶ ἐν παντὶ καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐρυθριῶντα Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 372· «καταπλήξ, ὁ καταπεπληγώς» Ἡσύχ.
Middle Liddell
[from καταπλήσσω
1. stricken with amazement, astounded, Lys.
2. shy, bashful, Arist.
Translations
bashful
Arabic: خَجُول; Aromanian: arushinos; Belarusian: сарамлі́вы; Bulgarian: плах, свенлив, срамежлив; Cherokee: ᎤᏕᎰᏌᏘ; Chinese Mandarin: 害羞; Dutch: verlegen, timide; Finnish: ujo; French: timide; Galician: recatado, recatada; German: schüchtern, verlegen, scheu; Greek: ντροπαλός; Ancient Greek: αἰδήμων, αἰδοῖος, αἰσχυντηλός, θρυπτικός, καταπλήξ; Irish: náireach, náiriúil, faiteach; Italian: vergognoso, timido, modesto; Japanese: 恥ずかしがり屋の, 恥ずかしい; Khmer: អៀន; Korean: 부끄럼을 타다; Latin: pudens, verecundus; Latvian: kaunīgs; Malayalam: ലജ്ജയുള്ള; Maori: konekone, numinumi; Norwegian Bokmål: beskjeden, sky, forlegen, unnselig; Nynorsk: beskjeden, sky, forlegen; Portuguese: tímido, recatado; Romanian: rușinos; Russian: застенчивый, робкий, скромный; Spanish: tímido; Turkish: utangaç; Ukrainian: соромливий, сором'язливий, сором'язний; Welsh: swil