ιέραξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱέραξ]], -ακος, Α ιων. και επικ. τ. [[ἴρηξ]], δωρ. τ. [[ἱάραξ]])<br />το [[πτηνό]] [[γεράκι]] («[[ἴρηξ]] [[ὠκύπτερος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αξιώματος τών μυημένων στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] [[υστερογενής]]. Ο ομηρ. τ. [[είναι]] [[ἴρηξ]] και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με <i>F</i>-, η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βείρακες]]<br /><i>ἱέρακες</i> οδηγεί σε αρχικό τ. <i>Fῑράξ</i> με <i>F</i> και [[επίθημα]] -<i>ᾱκ</i>-, το οποίο [[είναι]] συχνό σε ονομασίες ζώων (<b>[[πρβλ]].</b> [[βάρβαξ]]). Υπέθεσαν [[επίσης]] ότι ο [[πρωταρχικός]] τ. ήταν <i>Fῑρος</i> και συνδεόταν με το (<i>F</i>)[[ίεμαι]] «[[ορμώ]]» (άρα <i>Fῑρος</i> = [[ορμητικός]]). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] πιθανή η παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ἱερός]]. Η λ., [[εκτός]] από το γνωστό [[πτηνό]], δήλωνε αργότερα και ένα [[είδος]] ψαριού. Από το [[ἱέραξ]] προήλθε, μέσω του υποκορ. [[ἱεράκιον]], το νεοελλ. [[γεράκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιερακάριος]], [[ιεράκιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακείον]], [[ιεράκειος]], [[ιερακία]], [[ιερακιάς]], [[ιερακίδιον]], [[ιερακίζω]], [[ιερακίσκος]], [[ιερακίτης]], [[ιερακώδης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ιερακιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιερακοειδής]], [[ιερακοτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακοβοσκός]], [[ιερακοκτόνος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιερακοπόδιον]], [[ιερακοπρόσωπος]], [[ιερακοτάφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ιερακοκόμματος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιερακοκέφαλος]], <i>ιερακοσόφιο</i>(<i>ν</i>)].
|mltxt=ὁ (ΑΜ [[ἱέραξ]], -ακος, Α ιων. και επικ. τ. [[ἴρηξ]], δωρ. τ. [[ἱάραξ]])<br />το [[πτηνό]] [[γεράκι]] («[[ἴρηξ]] [[ὠκύπτερος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ψαριού<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] αξιώματος τών μυημένων στη [[λατρεία]] του Μίθρα<br /><b>3.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] [[υστερογενής]]. Ο ομηρ. τ. [[είναι]] [[ἴρηξ]] και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με <i>F</i>-, η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[βείρακες]]<br /><i>ἱέρακες</i> οδηγεί σε αρχικό τ. <i>Fῑράξ</i> με <i>F</i> και [[επίθημα]] -<i>ᾱκ</i>-, το οποίο [[είναι]] συχνό σε ονομασίες ζώων ([[πρβλ]]. [[βάρβαξ]]). Υπέθεσαν [[επίσης]] ότι ο [[πρωταρχικός]] τ. ήταν <i>Fῑρος</i> και συνδεόταν με το (<i>F</i>)[[ίεμαι]] «[[ορμώ]]» (άρα <i>Fῖρος</i> = [[ορμητικός]]). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. [[ἱέραξ]] [[είναι]] πιθανή η παρετυμολογική [[επίδραση]] του [[ἱερός]]. Η λ., [[εκτός]] από το γνωστό [[πτηνό]], δήλωνε αργότερα και ένα [[είδος]] ψαριού. Από το [[ἱέραξ]] προήλθε, μέσω του υποκορ. [[ἱεράκιον]], το νεοελλ. [[γεράκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιερακάριος]], [[ιεράκιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακείον]], [[ιεράκειος]], [[ιερακία]], [[ιερακιάς]], [[ιερακίδιον]], [[ιερακίζω]], [[ιερακίσκος]], [[ιερακίτης]], [[ιερακώδης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ιερακιδεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ιερακοειδής]], [[ιερακοτρόφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιερακοβοσκός]], [[ιερακοκτόνος]], [[ιερακόμορφος]], [[ιερακοπόδιον]], [[ιερακοπρόσωπος]], [[ιερακοτάφος]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ιερακοκόμματος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιερακοκέφαλος]], <i>ιερακοσόφιο</i>(<i>ν</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ ἱέραξ, -ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ)
το πτηνό γεράκιἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. είδος ψαριού
2. ονομασία αξιώματος τών μυημένων στη λατρεία του Μίθρα
3. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἱέραξ είναι υστερογενής. Ο ομηρ. τ. είναι ἴρηξ και παρ' όλο που στον Όμηρο δεν απαντά με F-, η γλώσσα του Ησύχ. βείρακες
ἱέρακες οδηγεί σε αρχικό τ. Fῑράξ με F και επίθημα -ᾱκ-, το οποίο είναι συχνό σε ονομασίες ζώων (πρβλ. βάρβαξ). Υπέθεσαν επίσης ότι ο πρωταρχικός τ. ήταν Fῑρος και συνδεόταν με το (F)ίεμαι «ορμώ» (άρα Fῖρος = ορμητικός). Για τον σχηματισμό του υστερογενούς τ. ἱέραξ είναι πιθανή η παρετυμολογική επίδραση του ἱερός. Η λ., εκτός από το γνωστό πτηνό, δήλωνε αργότερα και ένα είδος ψαριού. Από το ἱέραξ προήλθε, μέσω του υποκορ. ἱεράκιον, το νεοελλ. γεράκι.
ΠΑΡ. ιερακάριος, ιεράκιο(ν)
αρχ.
ιερακείον, ιεράκειος, ιερακία, ιερακιάς, ιερακίδιον, ιερακίζω, ιερακίσκος, ιερακίτης, ιερακώδης
μσν.-νεοελλ. ιερακιδεύς.
ΣΥΝΘ. ιερακοειδής, ιερακοτρόφος
αρχ.
ιερακοβοσκός, ιερακοκτόνος, ιερακόμορφος, ιερακοπόδιον, ιερακοπρόσωπος, ιερακοτάφος
μσν.
ιερακοκόμματος
νεοελλ.
ιερακοκέφαλος, ιερακοσόφιο(ν)].