Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανοχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyanochaitis
|Transliteration C=kyanochaitis
|Beta Code=kuanoxai/ths
|Beta Code=kuanoxai/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dark-haired</b>, in Hom. usu. of Poseidon, perh. in reference to the <b class="b2">dark blue</b> of the sea, <span class="bibl">Il.20.144</span>, <span class="bibl">Od.9.536</span>, cf. <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>278</span>; <b class="b3">Ἀρείων</b> Thebais <span class="bibl">4</span>; of a horse, <b class="b2">dark-maned</b>, <span class="bibl">Il.20.224</span>, <span class="bibl">Hes. <span class="title">Sc.</span>120</span>: voc. κυανοχαῖτα <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>347</span>:—also nom. κυανοχαῖτα <span class="bibl">Il.13.563</span>, <span class="bibl">14.390</span>; treated as indeclin. and joined with dat., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι <span class="bibl">Antim.27</span>. [ῡ, metri gr.]</span>
|Definition=κυανοχαίτου, ὁ, [[dark-haired]], in Hom. usually of Poseidon, perhaps in reference to the [[dark blue]] of the sea, Il.20.144, Od.9.536, cf. Hes. ''Th.''278; [[Ἀρείων]] Thebais 4; of a horse, [[dark-maned]], Il.20.224, Hes. ''Sc.''120: voc. κυανοχαῖτα ''h.Cer.''347:—also nom. κυανοχαῖτα Il.13.563, 14.390; treated as indeclin. and joined with dat., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι Antim.27. [ῡ, metri gr.]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ὁ, auch κυανοχαῖτα, Il. 13, 563. 14, 390 (dat. soll diese Form bei Antim. sein, s. Lob. parall. 184), der dunkel-, [[schwarzgel]] ock te; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt, Il. 20, 144 Od. 9, 536; Hes. Th. 278; – aber Il. 20, 224 vom Pferde, das schwarzgemähnte, wie Hes. Sc. 120; – H. h. Cer. 348 vom Hades.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ὁ, auch κυανοχαῖτα, Il. 13, 563. 14, 390 (dat. soll diese Form bei Antim. sein, s. Lob. parall. 184), der dunkel-, [[schwarzgel]] ock te; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt, Il. 20, 144 Od. 9, 536; Hes. Th. 278; – aber Il. 20, 224 vom Pferde, das schwarzgemähnte, wie Hes. Sc. 120; – H. h. Cer. 348 vom Hades.
}}
{{ls
|lstext='''κυᾰνοχαίτης''': -ου, ὁ, ἔχων μέλαιναν κόμην, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος, [[ἴσως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸ βαθὺ κυανοῦν [[χρῶμα]] τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Υ. 144, Ὀδ. Ι. 536, καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] Κυανοχαίτης, πρβλ. Ἡσ. Θ. 278· ἐπὶ ἵππου, ὁ ἔχων μέλαιναν χαίτην, Ἰλ. Κ. 224, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 120. ― Κλητ. κυανοχαῖτα, ἐν Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 348, ἐπὶ τοῦ ᾍδου πρβλ. μελαγχαίτας. Ὀνομαστική τις κυανοχαῖτα (ὡς τὸ [[ἱππότα]] ἀντὶ [[ἱππότης]], κτλ.) [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἰλ. Ν. 563., Ξ. 390, [[ὅπερ]] ὁ Ἀντίμαχ. ἐθεώρει ὡς ἄκλιτ., συνάπτων αὐτὸ [[μετὰ]] δοτ., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι, Χοιροβ. ἐν Θεοδ. 124. 21, πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 184. ῡ, [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> [[κυανοχαῖτα]];<br /><i>adj. m.</i><br />à la chevelure <i>ou</i> à la crinière noire.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[χαίτη]].
|btext=ου;<br /><i>voc.</i> [[κυανοχαῖτα]];<br /><i>adj. m.</i><br />à la chevelure <i>ou</i> à la crinière noire.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[χαίτη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυανοχαίτης -ου &#91;[[κύανος]], [[χαίτη]]] nom. en voc. ook κυανοχαῖτα, met donker haar;; ἵππος κυανοχαίτης paard met donkere manen Il. 20.224; ook [[epithet]] [[van Poseidon]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῡᾰνοχαίτης:''' ου (ῡ!) adj. m темнокудрый ([[Ποσειδάων]] Hom.; [[Ἀΐδης]] HH).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανοχαίτης]], -ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α)<br /><b>1.</b> (συν. ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο [[κυανοχαίτης]] τεῑχος ἐς [[ἀμφίχυτον]] Ἡρακλῆος θείοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη [[χαίτη]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Κυανοχαίτης</i><br />ο [[Ποσειδών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοτρυο</i>-<i>χαίτης</i>, [[κισσο]]-<i>χαίτης</i>. Ο τ. <i>κυανοχαῖτα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κυαν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>χαῖτα</i>, [[κλητική]] του -<i>χαίτης</i>, που έχει [[χρήση]] ονομαστικής (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσο</i>-[[χαίτα]])].
|mltxt=[[κυανοχαίτης]], -ου, επικ. τ. και κυανοχαῖτα (Α)<br /><b>1.</b> (συν. ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο [[κυανοχαίτης]] τεῖχος ἐς [[ἀμφίχυτον]] Ἡρακλῆος θείοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη [[χαίτη]]<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Κυανοχαίτης</i><br />ο [[Ποσειδών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] ([[πρβλ]]. <i>βοτρυο</i>-<i>χαίτης</i>, [[κισσο]]-<i>χαίτης</i>. Ο τ. <i>κυανοχαῖτα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κυαν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>χαῖτα</i>, [[κλητική]] του -<i>χαίτης</i>, που έχει [[χρήση]] ονομαστικής ([[πρβλ]]. [[χρυσοχαίτα]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνοχαίτης:''' -ου, ὁ ([[χαίτη]]), αυτός που έχει σκουρόχρωμα μαλλιά, λέγεται για τον Ποσειδώνα, πιθ. σε [[συσχέτιση]] προς το βαθύ [[μπλε]] της θάλασσας, σε Όμηρ.· λέγεται για [[άλογο]], με σκουρόχρωμη [[χαίτη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· Επικ. ονομ. [[κυανοχαῖτα]] (όπως το [[ἱππότα]] αντί [[ἱππότης]]), σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην κλητ., σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ῡ</i> [[χάριν]] μέτρου).
|lsmtext='''κυᾰνοχαίτης:''' -ου, ὁ ([[χαίτη]]), αυτός που έχει σκουρόχρωμα μαλλιά, λέγεται για τον Ποσειδώνα, πιθ. σε [[συσχέτιση]] προς το βαθύ [[μπλε]] της θάλασσας, σε Όμηρ.· λέγεται για [[άλογο]], με σκουρόχρωμη [[χαίτη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· Επικ. ονομ. [[κυανοχαῖτα]] (όπως το [[ἱππότα]] αντί [[ἱππότης]]), σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην κλητ., σε Ομηρ. Ύμν. (<i>ῡ</i> [[χάριν]] μέτρου).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῡᾰνοχαίτης:''' ου (ῡ!) adj. m темнокудрый ([[Ποσειδάων]] Hom.; [[Ἀΐδης]] HH).
|lstext='''κυᾰνοχαίτης''': -ου, ὁ, ἔχων μέλαιναν κόμην, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος, [[ἴσως]] ἐν σχέσει πρὸς τὸ βαθὺ κυανοῦν [[χρῶμα]] τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Υ. 144, Ὀδ. Ι. 536, καλεῖται καὶ [[ἁπλῶς]] Κυανοχαίτης, πρβλ. Ἡσ. Θ. 278· ἐπὶ ἵππου, ὁ ἔχων μέλαιναν χαίτην, Ἰλ. Κ. 224, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 120. ― Κλητ. κυανοχαῖτα, ἐν Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 348, ἐπὶ τοῦ ᾍδου πρβλ. μελαγχαίτας. Ὀνομαστική τις κυανοχαῖτα (ὡς τὸ [[ἱππότα]] ἀντὶ [[ἱππότης]], κτλ.) [[χάριν]] τοῦ μέτρου ἐν Ἰλ. Ν. 563., Ξ. 390, [[ὅπερ]] ὁ Ἀντίμαχ. ἐθεώρει ὡς ἄκλιτ., συνάπτων αὐτὸ μετὰ δοτ., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι, Χοιροβ. ἐν Θεοδ. 124. 21, πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 184. ῡ, [[χάριν]] τοῦ μέτρου.
}}
{{elnl
|elnltext=κυανοχαίτης -ου [κύανος, χαίτη] nom. en voc. ook κυανοχαῖτα, met donker haar;; ἵππος κυανοχαίτης paard met donkere manen Il. 20.224; ook epith. van Poseidon.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰνο-χαίτης, ου, [[χαίτη]]<br />[[dark]]-haired, of [[Poseidon]], perh. in [[reference]] to the [[dark]] [[blue]] of the sea, Hom.; of a [[horse]], [[dark]]-maned, Il., Hes.:—epic nom. [[κυανοχαῖτα]] (like [[ἱππότα]] for ἱππότησ), Il.; so in voc., Hhymn. [ῡ, metri grat.]
|mdlsjtxt=κυᾰνο-χαίτης, ου, [[χαίτη]]<br />[[dark]]-haired, of [[Poseidon]], perhaps in [[reference]] to the [[dark]] [[blue]] of the sea, Hom.; of a [[horse]], [[dark]]-maned, Il., Hes.:—epic nom. [[κυανοχαῖτα]] (like [[ἱππότα]] for ἱππότησ), Il.; so in voc., Hhymn. [ῡ, metri grat.]
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυᾰνοχαίτης Medium diacritics: κυανοχαίτης Low diacritics: κυανοχαίτης Capitals: ΚΥΑΝΟΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: kyanochaítēs Transliteration B: kyanochaitēs Transliteration C: kyanochaitis Beta Code: kuanoxai/ths

English (LSJ)

κυανοχαίτου, ὁ, dark-haired, in Hom. usually of Poseidon, perhaps in reference to the dark blue of the sea, Il.20.144, Od.9.536, cf. Hes. Th.278; Ἀρείων Thebais 4; of a horse, dark-maned, Il.20.224, Hes. Sc.120: voc. κυανοχαῖτα h.Cer.347:—also nom. κυανοχαῖτα Il.13.563, 14.390; treated as indeclin. and joined with dat., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι Antim.27. [ῡ, metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, auch κυανοχαῖτα, Il. 13, 563. 14, 390 (dat. soll diese Form bei Antim. sein, s. Lob. parall. 184), der dunkel-, schwarzgel ock te; gew. Beiname des Poseidon, der auch ohne weiteren Zusatz Κυανοχαίτης heißt, Il. 20, 144 Od. 9, 536; Hes. Th. 278; – aber Il. 20, 224 vom Pferde, das schwarzgemähnte, wie Hes. Sc. 120; – H. h. Cer. 348 vom Hades.

French (Bailly abrégé)

ου;
voc. κυανοχαῖτα;
adj. m.
à la chevelure ou à la crinière noire.
Étymologie: κύανος, χαίτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανοχαίτης -ου [κύανος, χαίτη] nom. en voc. ook κυανοχαῖτα, met donker haar;; ἵππος κυανοχαίτης paard met donkere manen Il. 20.224; ook epithet van Poseidon.

Russian (Dvoretsky)

κῡᾰνοχαίτης: ου (ῡ!) adj. m темнокудрый (Ποσειδάων Hom.; Ἀΐδης HH).

Greek Monolingual

κυανοχαίτης, -ου, επικ. τ. και κυανοχαῖτα (Α)
1. (συν. ως επίθ. του Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῖχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη
3. ως κύριο όν. Κυανοχαίτης
ο Ποσειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + χαίτη (πρβλ. βοτρυο-χαίτης, κισσο-χαίτης. Ο τ. κυανοχαῖτα < κυαν(ο)- + χαῖτα, κλητική του -χαίτης, που έχει χρήση ονομαστικής (πρβλ. χρυσοχαίτα)].

Greek Monotonic

κυᾰνοχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει σκουρόχρωμα μαλλιά, λέγεται για τον Ποσειδώνα, πιθ. σε συσχέτιση προς το βαθύ μπλε της θάλασσας, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογο, με σκουρόχρωμη χαίτη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· Επικ. ονομ. κυανοχαῖτα (όπως το ἱππότα αντί ἱππότης), σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην κλητ., σε Ομηρ. Ύμν. ( χάριν μέτρου).

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοχαίτης: -ου, ὁ, ἔχων μέλαιναν κόμην, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος, ἴσως ἐν σχέσει πρὸς τὸ βαθὺ κυανοῦν χρῶμα τῆς θαλάσσης, Ἰλ. Υ. 144, Ὀδ. Ι. 536, καλεῖται καὶ ἁπλῶς Κυανοχαίτης, πρβλ. Ἡσ. Θ. 278· ἐπὶ ἵππου, ὁ ἔχων μέλαιναν χαίτην, Ἰλ. Κ. 224, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 120. ― Κλητ. κυανοχαῖτα, ἐν Ὁμ. Ὕμ. εἰς Δήμ. 348, ἐπὶ τοῦ ᾍδου πρβλ. μελαγχαίτας. Ὀνομαστική τις κυανοχαῖτα (ὡς τὸ ἱππότα ἀντὶ ἱππότης, κτλ.) χάριν τοῦ μέτρου ἐν Ἰλ. Ν. 563., Ξ. 390, ὅπερ ὁ Ἀντίμαχ. ἐθεώρει ὡς ἄκλιτ., συνάπτων αὐτὸ μετὰ δοτ., κυανοχαῖτα Ποσειδάωνι, Χοιροβ. ἐν Θεοδ. 124. 21, πρβλ. Λοβ. Παραλ. σ. 184. ῡ, χάριν τοῦ μέτρου.

Middle Liddell

κυᾰνο-χαίτης, ου, χαίτη
dark-haired, of Poseidon, perhaps in reference to the dark blue of the sea, Hom.; of a horse, dark-maned, Il., Hes.:—epic nom. κυανοχαῖτα (like ἱππότα for ἱππότησ), Il.; so in voc., Hhymn. [ῡ, metri grat.]