μηχάνημα: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=μηχᾰ́νημα | ||
|Medium diacritics=μηχάνημα | |Medium diacritics=μηχάνημα | ||
|Low diacritics=μηχάνημα | |Low diacritics=μηχάνημα | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=michanima | |Transliteration C=michanima | ||
|Beta Code=mhxa/nhma | |Beta Code=mhxa/nhma | ||
|Definition= | |Definition=μηχανήματος, τό, = [[μηχανή]] ([[contrivance]], [[engine]], [[theatrical machine]], [[device]]),<br><span class="bld">A</span> [[machine]], Hp.''Art.''42; [[mechanical device]], Arist.''Mech.''848a36; esp. [[engine of war]], used in sieges, mostly in plural, D.18.87, Plb.1.48.2, Plu.''Marc.''14, etc.<br><span class="bld">II</span> [[subtle contrivance]], freq. in Trag., as [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''469,989; of the robe in which Agamemnon was entangled, Id.''Ch.''981; λόγου μ. ποικίλον S. ''OC''762; τὰ Ἥρας μ. E.''HF''855; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ Antipho 5.22; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.38; <b class="b3">πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς</b> ib. 8.6.17; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις Id.''Lac.''8.5; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ… χρήμαθ' ἕξω Ar.''Ec.''872. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> invention ingénieuse;<br /><b>2</b> engin, machine, mécanisme, <i>particul.</i> machine de guerre;<br /><b>3</b> moyen, | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[invention ingénieuse]];<br /><b>2</b> engin, machine, mécanisme, <i>particul.</i> machine de guerre;<br /><b>3</b> [[moyen]], [[expédient]] ; <i>en mauv. part</i> [[ruse]], [[artifice]], [[machination]].<br />'''Étymologie:''' [[μηχανάω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μηχάνημα:''' ατος (χᾰ) τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''μηχάνημα:''' ατος (χᾰ) τό<br /><b class="num">1</b> Trag., Arph., Xen. etc. = [[μηχανή]];<br /><b class="num">2</b> [[ловушка]], [[западня]] ([[λαβεῖν]] τινα μηχανήματι Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[artifice]], [[battering-ram]], [[contrivance]], [[cunning]], [[device]], [[expedient]], [[plot]], [[scheme]], [[stratagem]], [[trick]], [[crafty design]], [[engine of war]], [[ | |woodrun=[[artifice]], [[battering-ram]], [[contrivance]], [[cunning]], [[device]], [[expedient]], [[plot]], [[scheme]], [[stratagem]], [[trick]], [[crafty design]], [[engine of war]], [[stratagem]], [[thing contrived]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:19, 7 February 2024
English (LSJ)
μηχανήματος, τό, = μηχανή (contrivance, engine, theatrical machine, device),
A machine, Hp.Art.42; mechanical device, Arist.Mech.848a36; esp. engine of war, used in sieges, mostly in plural, D.18.87, Plb.1.48.2, Plu.Marc.14, etc.
II subtle contrivance, freq. in Trag., as A.Pr.469,989; of the robe in which Agamemnon was entangled, Id.Ch.981; λόγου μ. ποικίλον S. OC762; τὰ Ἥρας μ. E.HF855; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ Antipho 5.22; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. X.Cyr.1.6.38; πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς ib. 8.6.17; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις Id.Lac.8.5; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ… χρήμαθ' ἕξω Ar.Ec.872.
German (Pape)
[Seite 181] τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 invention ingénieuse;
2 engin, machine, mécanisme, particul. machine de guerre;
3 moyen, expédient ; en mauv. part ruse, artifice, machination.
Étymologie: μηχανάω.
Russian (Dvoretsky)
μηχάνημα: ατος (χᾰ) τό
1 Trag., Arph., Xen. etc. = μηχανή;
2 ловушка, западня (λαβεῖν τινα μηχανήματι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μηχάνημα: τό, = μηχανή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μάλιστα πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Δημ. 254. 28, Πολύβ. 1. 48, 2. ΙΙ. εὐφυὴς ἐπίνοια, εὐφυὲς ἔργον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 469, 989· ἐπὶ τοῦ συνερραμένου χιτῶνος ὃν ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἡ Κλυταιμνήστρα ἐν τῷ βαλανείῳ (πρβλ. μελάγκερως), ὁ αὐτ. ἐν Χο. 981· λόγου μ. ποικίλον Σοφ. Ο. Κ. 796· οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ’ ἀπάτῃ Ἀντιφῶν 132. 6· τὰ πρός τινα μ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38, πρβλ. 8. 6, 17· μ. εἰς τὸ πείθεσθαι ὁ αὐτ. Λακ. 8, 5· μ., ὅπως τά... χρήμαθ’ ἔξω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 872.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) μηχανώμαι
1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό
2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία
νεοελλ.
φρ. α) «μηχάνημα προβολής»
τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη
β) «μηχανήματα έργων»
(μηχανολ.) συλλογικός χαρακτηρισμός τών πολυποίκιλων, συνήθως αυτοκινούμενων, μηχανικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται σε εργοτάξια κατασκευών, όπως είναι λ.χ. οι γερανοί, οι φορτωτές, οι μπουλντόζες κ.λπ.
μσν.
σχέδιο, συμφωνία
μσν.-αρχ.
πολεμική μηχανή η οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως σε περιπτώσεις πολιορκίας.
Greek Monotonic
μηχάνημα: -ατος, τό,
I. = μηχανή, πολεμική μηχανή, που χρησιμ. σε πολιορκίες, σε Δημ.
II. ευφυές τέχνασμα, πανούργα δουλειά, στους Τραγ.· λέγεται για το ένδυμα με το οποίο η Κλυταιμνήστρα τύλιξε τον Αγαμέμνονα στο μπάνιο του, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μηχάνημα, ατος, τό, = μηχανή,]
I. an engine, used in sieges, Dem.
II. a subtle contrivance, cunning work, Trag.; of the robe in which Agamemnon was entangled, Aesch.
English (Woodhouse)
artifice, battering-ram, contrivance, cunning, device, expedient, plot, scheme, stratagem, trick, crafty design, engine of war, stratagem, thing contrived