ιδρώτας: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ίδρωτας]] και [[ίδρος]], ο (ΑΜ [[ἱδρώς]], -ῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και [[ἱδρώς]], ἡ)<br /> <b>1.</b> άχρωμο [[υγρό]] με αλμυρή [[γεύση]] και δυσάρεστη [[οσμή]] που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κόπος]], [[μόχθος]] (α. «με τον [[ιδρώτα]] του προσώπου μου» ή «με τον [[ιδρώτα]] μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου<br /> β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> «τόν έκοψε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» ή «τόν περιέλουσε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[καθετί]] που αποκτάται με κόπο, με μόχθο<br /> <b>2.</b> ο [[χυμός]] που εκβάλλει το [[δένδρο]], η [[ρητίνη]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE <i>swid</i>-<i>r</i>- «[[ιδρώτας]]» (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>sweid</i>- «[[ιδρώνω]]», απ' όπου το ρ. [[ιδίω]]), [[πρβλ]]. λατ. <i>sudor</i>, αλβ. <i>dirse</i><br /> το [[θέμα]] σε -<i>s</i> του τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής [[ιδρώ]], όπως και σε παρ.: [[ιδρώω]], <i>ίδρώεις</i>. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η [[κλίση]] της λ. αναλογικά [[προς]] τα οδοντικόληκτα [[γέλως]], -<i>ωτος</i>, [[έρως]], -<i>ωτος</i>. Ο νεοελλ. τ. [[ίδρωτας]] ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -<i>ας</i> [[κατά]] τα ουσ. της α' κλίσεως<br /> [[πρβλ]]. [[έρωτας]] <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], [[μάρτυρας]] <span style="color: red;"><</span> [[μάρτυς]], [[άρχοντας]] <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]]. Ο τ., [[τέλος]], [[ίδρος]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. του [[ιδρώς]], -<i>ώτος</i>, [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ος</i><br /> [[πρβλ]]. [[άρχος]] <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]], [[γέρος]] <span style="color: red;"><</span> [[γέρων]], [[δράκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δράκων]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιδρώα]], [[ιδρώνω]] (-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>), [[ιδρωτικός]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ιδροσύνη]], [[ιδρώδης]], [[ιδρώεις]], [[ιδρώιον]], [[ιδρώτιον]], <i>ιδρώττω</i>, [[ιδρώω]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιδρωτάρι]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιδρωτοποιός]]<br /> <b>μσν.</b><br /> [[ιδρωτοειδώς]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιδρωμάκτρα]], [[ιδρωταδενίτιδα]], [[ιδρωτοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) [[άνιδρος]], [[κάθιδρος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ανίδρως]], [[δίιδρος]], [[δυσίδρως]], [[ευίδρως]], [[λυσίδρως]], [[φιλίδρως]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[έφιδρος]]].
|mltxt=[[ιδρώτας]] και [[ίδρωτας]] και [[ίδρος]], ο (ΑΜ [[ἱδρώς]], ἱδρῶτος, Μ και [[ἵδρος]], Α αιολ. τ. και [[ἱδρώς]], ἡ)<br /> <b>1.</b> άχρωμο [[υγρό]] με αλμυρή [[γεύση]] και δυσάρεστη [[οσμή]] που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», <b>Πλούτ.</b>)<br /> <b>2.</b> [[κόπος]], [[μόχθος]] (α. «με τον [[ιδρώτα]] του προσώπου μου» ή «με τον [[ιδρώτα]] μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου<br /> β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», <b>Ησίοδ.</b>)<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> «τόν έκοψε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» ή «τόν περιέλουσε [[κρύος]] [[ιδρώτας]]» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[καθετί]] που αποκτάται με κόπο, με μόχθο<br /> <b>2.</b> ο [[χυμός]] που εκβάλλει το [[δένδρο]], η [[ρητίνη]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE <i>swid</i>-<i>r</i>- «[[ιδρώτας]]» (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του <i>sweid</i>- «[[ιδρώνω]]», απ' όπου το ρ. [[ιδίω]]), [[πρβλ]]. λατ. <i>[[sudor]]</i>, αλβ. <i>dirse</i><br /> το [[θέμα]] σε -<i>s</i> του τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής [[ιδρώ]], όπως και σε παρ.: [[ιδρώω]], <i>ίδρώεις</i>. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η [[κλίση]] της λ. αναλογικά [[προς]] τα οδοντικόληκτα [[γέλως]], -<i>ωτος</i>, [[έρως]], -<i>ωτος</i>. Ο νεοελλ. τ. [[ίδρωτας]] ερμηνεύεται αναλογικά [[προς]] άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -<i>ας</i> [[κατά]] τα ουσ. της α' κλίσεως<br /> [[πρβλ]]. [[έρωτας]] <span style="color: red;"><</span> [[έρως]], [[μάρτυρας]] <span style="color: red;"><</span> [[μάρτυς]], [[άρχοντας]] <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]]. Ο τ., [[τέλος]], [[ίδρος]] αποτελεί μεταπλασμένο τ. του [[ιδρώς]], -<i>ώτος</i>, [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ος</i><br /> [[πρβλ]]. [[άρχος]] <span style="color: red;"><</span> [[άρχων]], [[γέρος]] <span style="color: red;"><</span> [[γέρων]], [[δράκος]] <span style="color: red;"><</span> [[δράκων]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιδρώα]], [[ιδρώνω]] (-<i>όω</i>, -<i>ώ</i>), [[ιδρωτικός]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ιδροσύνη]], [[ιδρώδης]], [[ιδρώεις]], [[ιδρώιον]], [[ιδρώτιον]], <i>ιδρώττω</i>, [[ιδρώω]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιδρωτάρι]].<br /> <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ιδρωτοποιός]]<br /> <b>μσν.</b><br /> [[ιδρωτοειδώς]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[ιδρωμάκτρα]], [[ιδρωταδενίτιδα]], [[ιδρωτοθεραπεία]]. (Β' συνθετικό) [[άνιδρος]], [[κάθιδρος]]<br /> <b>αρχ.</b><br /> [[ανίδρως]], [[δίιδρος]], [[δυσίδρως]], [[ευίδρως]], [[λυσίδρως]], [[φιλίδρως]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> [[έφιδρος]]].
}}
{{trml
|trtx====[[sweat]]===
Abkhaz: аԥҳӡы; Acehnese: reuôh; Ainu: ポッペ; Albanian: djersë; Arabic: ⁧عَرَق⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرق⁩; Hijazi Arabic: ⁧عَرَق⁩; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܕܘܥܬܐ⁩; Archi: амкӏ; Armenian: քրտինք; Old Armenian: քիրտն; Aromanian: asudoare, sudoare; Assamese: ঘাম; Asturian: sudu, sudor; Avar: гӏетӏ; Azerbaijani: tər; Baluchi: ⁧ہید⁩; Bashkir: тир; Basque: izerdi; Belarusian: пот; Bengali: ঘাম; Bikol Central Bikol Naga: ganot; Bikol Legazpi, Sorsogon: daplos; Bikol Tabaco, Partido: hinang; Bulgarian: пот; Burmese: ချွေး; Catalan: suor; Cebuano: singot; Chechen: хьацар; Cherokee: ᎠᎵ; Chinese Cantonese: 汗; Dungan: хан; Mandarin: 汗, 汗水; Min Dong: 汗; Min Nan: 汗; Wu: 汗; Chuvash: тар; Cornish: hwys; Corsican: sudore, sudori; Crimean Tatar: ter; Czech: pot; Dalmatian: sudaur; Danish: sved; Dutch: [[zweet]], [[transpiratievocht]]; Esperanto: ŝvito; Estonian: higi; Faroese: sveitti; Finnish: hiki; French: [[sueur]], [[transpiration]]; Friulian: sudôr; Galician: suor; Gamilaraay: nguuwi; Georgian: ოფლი; German: [[Schweiß]], [[Schwitze]]; Greek: [[ιδρώτας]]; Ancient Greek: [[ἱδρώς]]; Guaraní: ty'ai; Haitian Creole: swe; Hebrew: ⁧זיעה \ זֵעָה⁩; Hiligaynon: balhas; Hindi: पसीना; Hungarian: izzadság, veríték, verejték; Icelandic: sviti; Ido: sudoro; Ilocano: ling-et; Indonesian: keringat; Inuktitut: ᑭᐊᒃᑎᓯᒪᔪᖅ; Irish: allas; Istriot: sudur; Italian: [[sudore]]; Japanese: 汗; Kapampangan: pauas; Kazakh: тер; Khmer: ញើស; Kinaray-a: balhas; Korean: 땀; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئارەق⁩, ⁧ئارەقە⁩; Northern Kurdish: xû, xuh, xweydan; Kyrgyz: тер; Ladino Hebrew: ⁧סוּד׳וד⁩; Latin: [[sudhor]]; Lao: ເຫື່ອ, ອອກເຫື່ອ, ເຫື່ອອອກ; Latin: [[sudor]]; Latvian: sviedri; Lezgi: гьекь; Ligurian: sûô; Lithuanian: prãkaitas; Lombard: sudor; Low German: Sweet; Lü: ᦵᦠᦲᧈ; Luhya: lukesi; Luxembourgish: Schweess; Macedonian: пот; Maguindanao: ating; Malay: peluh, keringat; Malayalam: വിയർപ്പ്; Maltese: għaraq; Manchu: ᠨᡝᡳ; Mansaka: init; Maranao: ating; Marathi: घाम; Mbyá Guaraní: y'ai; Mongolian: хөлс; Northern Norwegian Bokmål: svette; Nynorsk: sveitte; Occitan: susor; Okinawan: あし; Old English: swāt; Oromo: dafqa; Ossetian: хид; Ottoman Turkish: ⁧تر⁩, ⁧عرق⁩; Pangasinan: linget; Pashto: ⁧خولې⁩; Persian: ⁧عرق⁩, ⁧خوی⁩; Piedmontese: sudor; Plautdietsch: Schweet; Polish: pot; Portuguese: [[suor]]; Rohingya: gám; Romagnol: sudôr; Romanian: sudoare, transpirație; Russian: [[пот]], [[испарина]]; Saho: dimbi; Sanskrit: स्वेद; Sardinian: sori, sudore, sudori, suore, suori; Serbo-Croatian Cyrillic: зно̑ј, по̏т, знојење; Roman: znȏj, pȍt, znojenje; Shor: тер; Sicilian: suduri; Sidamo: hunkee; Slovak: pot; Slovene: znój, pót; Somali: dhidhidka; Spanish: [[sudor]], [[transpiración]], [[sudoración]]; Swahili: jasho, hari; Swedish: svett; Sylheti: ꠊꠣꠝ; Tabasaran: амкӏ; Tagalog: pawis; Tai Tai Tajik: арақ; Tamil: வேர்வை; Tatar: тир; Tausug: hulas; Telugu: చెమట, స్వేదం; Tetum: kosar been; Thai: เหงื่อ; Tibetan: རྔུལ་ནག; Tocharian B: syelme; Turkish: ter; Turkmen: der; Tuvan: дер; Ukrainian: піт; Urdu: ⁧پسینہ⁩; Uyghur: ⁧تەر⁩; Uzbek: ter; Venetian: suor; Vietnamese: mồ hôi; Welsh: chwys; West Frisian: swit; Yakan: pasu', songot; Yakut: көлөһүн; Yiddish: ⁧שווייס⁩; Zazaki: ereq
}}
}}

Revision as of 21:34, 11 February 2024

Greek Monolingual

ιδρώτας και ίδρωτας και ίδρος, ο (ΑΜ ἱδρώς, ἱδρῶτος, Μ και ἵδρος, Α αιολ. τ. και ἱδρώς, ἡ)
1. άχρωμο υγρό με αλμυρή γεύση και δυσάρεστη οσμή που εκκρίνεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες του δέρματος («ῥέεσθαι ἱδρῶτι», Πλούτ.)
2. κόπος, μόχθος (α. «με τον ιδρώτα του προσώπου μου» ή «με τον ιδρώτα μου» — με τον μόχθο μου, με τον κόπο μου
β. «τῆς δ' ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν», Ησίοδ.)
νεοελλ.
«τόν έκοψε κρύος ιδρώτας» ή «τόν περιέλουσε κρύος ιδρώτας» — ταράχθηκε ή φοβήθηκε πολύ
αρχ.
1. καθετί που αποκτάται με κόπο, με μόχθο
2. ο χυμός που εκβάλλει το δένδρο, η ρητίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σιγμόληκτος τ. που ανάγεται σε IE swid-r- «ιδρώτας» (μηδενισμένη βαθμίδα του sweid- «ιδρώνω», απ' όπου το ρ. ιδίω), πρβλ. λατ. sudor, αλβ. dirse
το θέμα σε -s του τ. μαρτυρείται στον επικό τ. αιτιατικής ιδρώ, όπως και σε παρ.: ιδρώω, ίδρώεις. Στην αττική διάλεκτο διαμορφώθηκε η κλίση της λ. αναλογικά προς τα οδοντικόληκτα γέλως, -ωτος, έρως, -ωτος. Ο νεοελλ. τ. ίδρωτας ερμηνεύεται αναλογικά προς άλλα τριτόκλιτα ουσ. που μεταπλάστηκαν σε -ας κατά τα ουσ. της α' κλίσεως
πρβλ. έρωτας < έρως, μάρτυρας < μάρτυς, άρχοντας < άρχων. Ο τ., τέλος, ίδρος αποτελεί μεταπλασμένο τ. του ιδρώς, -ώτος, κατά τα ουσ. σε -ος
πρβλ. άρχος < άρχων, γέρος < γέρων, δράκος < δράκων.
ΠΑΡ. ιδρώα, ιδρώνω (-όω, -ώ), ιδρωτικός
αρχ.
ιδροσύνη, ιδρώδης, ιδρώεις, ιδρώιον, ιδρώτιον, ιδρώττω, ιδρώω
νεοελλ.
ιδρωτάρι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιδρωτοποιός
μσν.
ιδρωτοειδώς
νεοελλ.
ιδρωμάκτρα, ιδρωταδενίτιδα, ιδρωτοθεραπεία. (Β' συνθετικό) άνιδρος, κάθιδρος
αρχ.
ανίδρως, δίιδρος, δυσίδρως, ευίδρως, λυσίδρως, φιλίδρως
νεοελλ.
έφιδρος].

Translations

sweat

Abkhaz: аԥҳӡы; Acehnese: reuôh; Ainu: ポッペ; Albanian: djersë; Arabic: ⁧عَرَق⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرق⁩; Hijazi Arabic: ⁧عَرَق⁩; Aramaic Classical Syriac: ⁧ܕܘܥܬܐ⁩; Archi: амкӏ; Armenian: քրտինք; Old Armenian: քիրտն; Aromanian: asudoare, sudoare; Assamese: ঘাম; Asturian: sudu, sudor; Avar: гӏетӏ; Azerbaijani: tər; Baluchi: ⁧ہید⁩; Bashkir: тир; Basque: izerdi; Belarusian: пот; Bengali: ঘাম; Bikol Central Bikol Naga: ganot; Bikol Legazpi, Sorsogon: daplos; Bikol Tabaco, Partido: hinang; Bulgarian: пот; Burmese: ချွေး; Catalan: suor; Cebuano: singot; Chechen: хьацар; Cherokee: ᎠᎵ; Chinese Cantonese: 汗; Dungan: хан; Mandarin: 汗, 汗水; Min Dong: 汗; Min Nan: 汗; Wu: 汗; Chuvash: тар; Cornish: hwys; Corsican: sudore, sudori; Crimean Tatar: ter; Czech: pot; Dalmatian: sudaur; Danish: sved; Dutch: zweet, transpiratievocht; Esperanto: ŝvito; Estonian: higi; Faroese: sveitti; Finnish: hiki; French: sueur, transpiration; Friulian: sudôr; Galician: suor; Gamilaraay: nguuwi; Georgian: ოფლი; German: Schweiß, Schwitze; Greek: ιδρώτας; Ancient Greek: ἱδρώς; Guaraní: ty'ai; Haitian Creole: swe; Hebrew: ⁧זיעה \ זֵעָה⁩; Hiligaynon: balhas; Hindi: पसीना; Hungarian: izzadság, veríték, verejték; Icelandic: sviti; Ido: sudoro; Ilocano: ling-et; Indonesian: keringat; Inuktitut: ᑭᐊᒃᑎᓯᒪᔪᖅ; Irish: allas; Istriot: sudur; Italian: sudore; Japanese: 汗; Kapampangan: pauas; Kazakh: тер; Khmer: ញើស; Kinaray-a: balhas; Korean: 땀; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئارەق⁩, ⁧ئارەقە⁩; Northern Kurdish: xû, xuh, xweydan; Kyrgyz: тер; Ladino Hebrew: ⁧סוּד׳וד⁩; Latin: sudhor; Lao: ເຫື່ອ, ອອກເຫື່ອ, ເຫື່ອອອກ; Latin: sudor; Latvian: sviedri; Lezgi: гьекь; Ligurian: sûô; Lithuanian: prãkaitas; Lombard: sudor; Low German: Sweet; Lü: ᦵᦠᦲᧈ; Luhya: lukesi; Luxembourgish: Schweess; Macedonian: пот; Maguindanao: ating; Malay: peluh, keringat; Malayalam: വിയർപ്പ്; Maltese: għaraq; Manchu: ᠨᡝᡳ; Mansaka: init; Maranao: ating; Marathi: घाम; Mbyá Guaraní: y'ai; Mongolian: хөлс; Northern Norwegian Bokmål: svette; Nynorsk: sveitte; Occitan: susor; Okinawan: あし; Old English: swāt; Oromo: dafqa; Ossetian: хид; Ottoman Turkish: ⁧تر⁩, ⁧عرق⁩; Pangasinan: linget; Pashto: ⁧خولې⁩; Persian: ⁧عرق⁩, ⁧خوی⁩; Piedmontese: sudor; Plautdietsch: Schweet; Polish: pot; Portuguese: suor; Rohingya: gám; Romagnol: sudôr; Romanian: sudoare, transpirație; Russian: пот, испарина; Saho: dimbi; Sanskrit: स्वेद; Sardinian: sori, sudore, sudori, suore, suori; Serbo-Croatian Cyrillic: зно̑ј, по̏т, знојење; Roman: znȏj, pȍt, znojenje; Shor: тер; Sicilian: suduri; Sidamo: hunkee; Slovak: pot; Slovene: znój, pót; Somali: dhidhidka; Spanish: sudor, transpiración, sudoración; Swahili: jasho, hari; Swedish: svett; Sylheti: ꠊꠣꠝ; Tabasaran: амкӏ; Tagalog: pawis; Tai Tai Tajik: арақ; Tamil: வேர்வை; Tatar: тир; Tausug: hulas; Telugu: చెమట, స్వేదం; Tetum: kosar been; Thai: เหงื่อ; Tibetan: རྔུལ་ནག; Tocharian B: syelme; Turkish: ter; Turkmen: der; Tuvan: дер; Ukrainian: піт; Urdu: ⁧پسینہ⁩; Uyghur: ⁧تەر⁩; Uzbek: ter; Venetian: suor; Vietnamese: mồ hôi; Welsh: chwys; West Frisian: swit; Yakan: pasu', songot; Yakut: көлөһүн; Yiddish: ⁧שווייס⁩; Zazaki: ereq