φώτισμα: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(c1) |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fotisma | |Transliteration C=fotisma | ||
|Beta Code=fw/tisma | |Beta Code=fw/tisma | ||
|Definition= | |Definition=φωτίσματος, τό, [[phase]], of the [[moon]], Eustr. ''in EN''31.33. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] τό, die [[Erleuchtung]]. – Bei den K. S. die Taufe. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φώτισμα''': τό, τὸ φωτίζειν, ὁ [[φωτισμός]]· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, [[βάπτισμα]] ἢ ([[κυρίως]]) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ [[χάρις]] τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ [[βάπτισμα]] ἔχουσιν, οὐ [[φώτισμα]]· ἴδε Suicer., καὶ τὸ [[ῥῆμα]] [[φωτίζω]] ΙΙ. 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=φωτίσματος, το, ΝΜΑ [[φωτίζω]]<br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάδοση]] της θείας χάρης<br /><b>2.</b> το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παροχή]] φωτός, [[φωτισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />σεληνιακή [[φάση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:58, 20 February 2024
English (LSJ)
φωτίσματος, τό, phase, of the moon, Eustr. in EN31.33.
German (Pape)
[Seite 1323] τό, die Erleuchtung. – Bei den K. S. die Taufe.
Greek (Liddell-Scott)
φώτισμα: τό, τὸ φωτίζειν, ὁ φωτισμός· ― ἀλλὰ μόνον ἐπὶ ἐκκλησιαστικῆς σημασίας, βάπτισμα ἢ (κυρίως) ὁ πνευματικὸς φωτισμὸς καὶ ἐσωτερικὴ χάρις τοῦ βαπτίσματος κατὰ τὸ τοῦ Χρυσοστόμου, οἱ αἱρετικοὶ βάπτισμα ἔχουσιν, οὐ φώτισμα· ἴδε Suicer., καὶ τὸ ῥῆμα φωτίζω ΙΙ. 4.
Greek Monolingual
φωτίσματος, το, ΝΜΑ φωτίζω
εκκλ.
1. μετάδοση της θείας χάρης
2. το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
παροχή φωτός, φωτισμός
αρχ.
σεληνιακή φάση.