ἀκύμων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀκύμων:''' 2, gen. ονος (ῡ) бесплодный ([[νηδύς]] Eur.).<br />2, gen. ονος (ῡ) не взволнованный, спокойный ([[πόντος]] Aesch., Pind.; πόντου [[νῶτος]] Eur.; [[θάλασσα]], [[πόρος]], [[βίος]] Plut.).
|elrutext='''ἀκύμων:''' 2, gen. ονος (ῡ) [[бесплодный]] ([[νηδύς]] Eur.).<br />2, gen. ονος (ῡ) [[не взволнованный]], [[спокойный]] ([[πόντος]] Aesch., Pind.; πόντου [[νῶτος]] Eur.; [[θάλασσα]], [[πόρος]], [[βίος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:40, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκῡ́μων Medium diacritics: ἀκύμων Low diacritics: ακύμων Capitals: ΑΚΥΜΩΝ
Transliteration A: akýmōn Transliteration B: akymōn Transliteration C: akymon Beta Code: a)ku/mwn

English (LSJ)

(A), [ῡ], ἀκύμον, gen. ἀκύμονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος (waveless, not washed by waves), Pi.Fr.235, A.Ag.566; θάλασσα Ar.Fr.708; ἀκύμων πομπὰ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39 (Pap.); γαλήνη Ph.1.680; ἀήρ Plu.2.722e; οὐρανός prob. in Plot.5.1.2: metaph., βίος Plu.2.8a.

(B), [ῡ], ἀκύμον, gen. ἀκύμονος, (κυέω) without fruit, barren, sterile, of women, E.Andr.158; of the earth, Moschio Trag.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1que no tiene olas, carente de oleaje del mar, Pi.Fr.140b.16, A.A.566, ἀκύμονα πόντου νῶτα E.IT 1444, Ael.NA 15.12, ἀκύμονι πομπᾷ σιγώντων ἀνέμων E.Fr.773.39, ἀ. γαλήνη Ph.1.680, ὄχθαι Nonn.D.10.171.
2 fig. tranquilo, sosegado βίος Plu.2.8a, διάθεσις Plot.1.6.5, ψυχή Plu.2.1090b.
II estéril, que no concibe νηδύς E.Andr.158, γῆ Moschio Trag.6.13, cf. Ar.Fr.765, Sud.
• Etimología: v. κυέω

French (Bailly abrégé)

1ων, ον ; gén. ονος;
sans vagues, calme.
Étymologie: , κῦμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
stérile.
Étymologie: , κύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκύμων -ον, gen. -ονος [ἀ-, κῦμα zonder golven, kalm.

German (Pape)

1 ον, = ἀκύμαντος, πόντος Aesch. Ag. 552; Pind. frg. 259; Eur. I.T. 1444; πόρος Plut. Timol. 19. übertragen, βίος Plut. de ed. p. 10 neben γαληνός.
2 ον (κυέω), unfruchtbar, νηδύς Eur. Andr. 158; Moschio Stob. ecl. 1, p. 242.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) бесплодный (νηδύς Eur.).
2, gen. ονος (ῡ) не взволнованный, спокойный (πόντος Aesch., Pind.; πόντου νῶτος Eur.; θάλασσα, πόρος, βίος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύμων: [ῡ], -ον, γεν. ονος, (κῦμα) = ἀκύμαντος, Πινδ. Ἀποσπ. 259, Αἰσχύλ. Ἀγ. 556: - μεταφ., γαληνιαῖος, βίος, Πλούτ. 8Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. ἐν τόπῳ.

English (Slater)

ᾰκῡμων waveless ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16.

Greek Monolingual

(I)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α) κύμα
ακύμαντος, άκυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «το θαλάσσιο κύμα». Σημειώνεται ότι τόσο το ἀκύμων (Ι) όσο και το ἀκύμων (ΙΙ) στην πραγματικότητα έχουν κοινή ετυμολογική αρχή, τη λ. κῦμα (< κύω), διαφοροποιημένη σημασιολογικά ως «κυματισμός, θαλάσσιο κύμα» (> ἀκύμων Ι) και «κύημα, έμβρυο» (> ἀκύμων ΙΙ)].
(II)
ἀκύμων (-ονος), -ον (Α)
1. (για γυναίκες) στείρα
2. άκαρπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κῦμα «κύημα, έμβρυο», βλ. ἀκύμων Ι].

Greek Monotonic

ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κύεω), άκαρπος, στείρος, λέγεται για γυναίκες, σε Ευρ.
ἀκύμων:,—ονος[ῡ], -ον, γεν. -ονος (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[κύεω]
without fruit, barren, of women, Eur.